Το Ελληνικό θαύμα της 28ης Οκτωβρίου 1940.


Το μπλοκ %name διαγράφηκε.Το μπλοκ %name διαγράφηκε.Σύντομη περιγραφή του μπλοκ σας. Χρησιμοποιείται στη <a href="%overview">σελίδα επισκόπησης των μπλοκ</a>.Σύντομη περιγραφή του μπλοκ σας. Χρησιμοποιείται στη σελίδα επισκόπησης των μπλοκ.

Τo OXI του 40 ήταν επάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Αντίθετα με την λογική των αριθμών, τα γρανιτένια στήθη του λαού μας έδωσαν την πρέπουσα απάντηση στον ιταμό εισβολέα. Η εποποιΐα του ’40 εκτός από ένα πολυδιάστατο ιστορικό γεγονός, όχι μόνο εθνικής αλλά και ηθικής σημασίας, έγινε το παράδειγμα αυτοθυσίας για ολόκληρο τον κόσμο και απέκτησε διαστάσεις Συμβόλου.

Το Έθνος μας την εποχή εκείνη δεν είχε την υλικοτεχνική πολεμική υποδομή και ούτε ήταν δυνατόν να είχε. Υπελείπετο σε πολεμικά μέσα. Είχε όμως στιβαρά ηγεσία που κατόρθωσε την δύσκολη εκείνη εποχή να ενώσει λαό και στρατό, να ενώσει πολιτικούς ανιτπάλους και με μεγάλα ηθικά αποθέματα, που έκλεισε στην ψυχή του, ανέβηκε σύσσωμο το Έθνος στην Πίνδο και στα βουνά της Βορείου Ηπείρου και έγραψε σελίδες δόξας, κάνοντας βαθειά τομή στην ιστορία του πολέμου. Ολόκληρο το Έθνος μεταβλήθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σε σκληρό τιμωρό και μαχητή του δικαίου. Άφησε τα ειρηνικά του έργα, την σκαπάνη, το μολύβι, κάθε του ασχολία και άδραξε το όπλο. Ούτε η πολιτική, ούτε η πνευματική ηγεσία είχαν εμφυσήσει πολεμικό μένος στον λαό. Και όμως ο λαός αυτός αναγνωρίζοντας ότι επιτελεί μια πράξη τιμής για την Ελλάδα, θρυμάτισε τον θρύλο του ανίκητου άξονα και έδωσε ελπίδα στις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης. Ο κύβος ερρίφθη τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Δευτέρα ώρα τρεις το πρωί. Όλη η Ελλάδα αναπαύεται για να συνεχίσει την άλλη μέρα την συνήθη ειρηνική ζωή της στο χωράφι, στη στάνη, στα επαγγέλματα, στα γραφεία, στην αγορά. Ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Ο Ιταλός πρεσβευτής ζητεί επειγόντως συνάντηση μαζί του. Ο γέρων προϊστάμενος της Ελληνικής κυβερνήσεως αντιλαμβάνεται ότι η συνάντηση αυτή θα είναι συνάντηση με την Ελληνική ιστορία. Η Ιταλική αυτοκρατορία των πενήντα εκατομμυρίων ξυπνά αιφνιδιαστικά έναν άνθρωπο και του ζητά εντός τριών ωρών την Ελλάδα. Και ο άνθρωπος αυτός δεν προσπάθησε να αποφύγει το γεγονός. Δεν προσπάθησε να κερδίσει χρόνο, δεν ικέτεψε, δεν ζήτησε τη βοήθεια των συμμάχων κρατών, δεν διαπραγματεύθηκε σπιθαμή εθνικού εδάφους. Και απάντησε με μια λέξη, χωρίς κανένα ενδοιασμό: ΟΧΙ. Μέσα σε ένα λεπτό, όπως ξύπνησε ο Ιωάννης Μεταξάς, ξύπνησε όλη η Ελλάδα και πριν ανατείλλει ο ήλιος έδινε τη μάχη στα σύνορα. Η Ελλάδα προτίμησε για μια ακόμη φορά τον δρόμο της θυσίας, αντί της ατίμωσης. Ο λαός είχε μεθύσει. Ο πόλεμος γι’ αυτόν είχε γίνει ένα δημόσιο πανηγύρι, ένα πάνδημο μεθύσι που προεξοφλούσε τη νίκη. Και ο λαός αυτός των οχτώ εκατομμυρίων, τόλμησε να αντισταθεί απέναντι στα πενήντα του καλώς εξοπλισμένου αντιπάλου με τις χιλιάδες αεροπλάνα, τα τέλεια πυροβόλα και τα θαυμάσια σε ακρίβεια πολυβόλα, καθώς και τα χιλιάδες άρματα μάχης. Είχε όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Την ελληνική καρδιά. Την καρδιά που δεν χρειάστηκε να κατασκευάσει,γιατί την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Και ο θρίαμβος της ψυχής απέναντι στο άψυχο ατσάλι, δεν άργησε να φανεί. Έτσι σε λίγο χρονικό διάστημα οι ορδές του Μουσολίνι υποχωρούσαν σε όλα τα πολεμικά μέτωπα. Η ενότητα και η ομοψυχία του λαού μας, ματαίωσαν τα αλαζονικά σχέδια του Ιταλού δικτάτορα για αναβίωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πλήρωσε ακριβά το μεγάλο εθνικό έγκλημα του τορπιλισμού της «ΕΛΛΗΣ», του αντιτορπιλικού που απέδιδε τιμές στη Μεγαλόχαρη τον Δεκαπενταύγουστο του 1940. Η γενική αγανάκτηση από την άνανδρη αυτή επίθεση στα ήσυχα νερά του λιμανιού της Τήνου μεταβλήθηκε σε «δαμόκλειο σπάθη» και ψηλά στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου η Ελλάδα τιμωρούσε την ανίερη αυτή πράξη. Την ήττα της φασιστικής Ιταλίας την προαισθάνονταν και ο πρεσβευτής Γκράτσι, γιατί έζησε από κοντά τους Έλληνες. Γι’ αυτό και στο βιβλίο που συνέγραψε αργότερα με τίτλο «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ», συναισθάνθηκε ότι το ΟΧΙ του Ι. Μεταξά, ήταν το όχι όλων των Ελλήνων, ολόκληρου του Έθνους, όλων των ανθρώπων της γης αυτής που ανεξάρτητα από ιδεολογικές τοποθετήσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το απηύθυναν μέσω αυτού, στην Ιταλία. Το ΟΧΙ αυτό αντιλάλησε σε θάλασσες και σε στεριές και ενώ τα ιταλικά στρατεύματα άνοιξαν πυρ πριν εκπνεύσει ακόμη το ιταμό τελεσίγραφο, από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό των Αθηνών, εκδόθηκε το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου Στρατού: «Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσέβαλον από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Και το ανακοινωθέν αυτό μαζί με τα μετέπειτα διαγγέλματα του Βασιλέως και του Πρωθυπουργού συνήγειραν τα πλήθη. Ήταν το σύνθημα του συναγερμού ολόκληρου του Ελληνισμού απανταχού της γης. Και έδειξαν σε όλο τον κόσμο, οι μαχητές μας, πώς πολεμούν οι Έλληνες. Αργότερα ο Άγγλος Πρωθυπουργός Τσώρτσιλ θα δηλώσει το περίφημο: «Του λοιπού θα λέμε ότι οι Ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Το ηρωικό έπος του ’40 αποτελεί σταθμό στην παγκόσμια ιστορία. Ο ελληνικός στρατός στον άνισο αγώνα του είχε να αντιπαλέσει όχι μόνο με τον σιδερόφρακτο ιταλικό στρατό, αλλά και τις αφάνταστες κακουχίες, την έλλειψη πυρομαχικών, τροφής και ενδύσεως. Είχε να αντιπαλέσει και με τον φοβερό για τα χρονικά, χειμώνα του ‘40-41 με τα χιόνια και τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, που οδήγησε πολλούς μαχητές με κρυοπαγήματα στην απώλεια των άκρων τους διά του ακρωτηριασμού. Σε όλες αυτές τις κακουχίες και αντιξοότητες ο Έλληνας στρατιώτης γνώρισε μόνο νίκες και καμιά ήττα. Οι ήρωες αυτοί έδωσαν το σύνθημα ότι ο άξονας δεν είναι αήττητος και οι επιτυχίες τους αναθέρμαναν τις παγωμένες καρδιές των Ευρωπαίων. Η εποποιΐα του ’40 ξεπέρασε τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα και ανέτρεψε αριθμητικές αναλογίες και συσχετισμούς δυνάμεων. Ο Έλληνας στρατιώτης που πολέμησε στα βουνά της Πίνδου, αργότερα στα οχυρά της Μακεδονίας και μετά στην Κρήτη ήταν ο μικρόσωμος φιλήσυχος οικογενειάρχης της καθημερινής ζωής. Δεν ήταν υπεράνθρωπος. Είχε όμως το μεγάλο προνόμιο να είναι κληρονόμος μιας ένδοξης ιστορικής κληρονομιάς. Η κληρονομιά αυτή τον έκανε γίγαντα θερμαίνοντας την ψυχή του. Αυτή τον όπλισε με δύναμη, θάρρος και αυτοθυσία. Πίστευε απλά ότι αυτό που έκανε ήταν το χρέος του προς την Πατρίδα, προς την Θρησκεία και την οικογένεια. Αυτή την πολιτιστική κληρονομιά πρέπει να διαφυλάξουμε σαν κόρη οφθαλμού και να μεταλαμπαδεύσουμε στους νέους, για να προχωρήσουμε μπροστά σε ένα ακόμη πιο λαμπρό και ένδοξο μέλλον.

Του ΒΑΣ. Π. ΚΟΝΙΤΣΙΩΤΗ

Οι Ηπειρώτισσες, παραδείγματα αλύγιστου αγώνα στον πόλεμο του ‘40

Οι Ηπειρώτισσες! Αυτές οι μαυροφορεμένες, μαντηλομπουμπουλωμένες, ισχνές, σκυφτές, χωρίς γραμμές, με ροζιασμένα χέρια γυναικείες μορφές που ζούσανε στα χωριά μας ως το τέλος του εικοστού σχεδόν αιώνα, αναλώνονταν στην προσφορά και στην ουσία, χωρίς προσδοκία αμοιβής, απλώς εκτελούσαν ευσυνείδητα τον προορισμό τους, που ήταν πολύ βαρύς! Βέβαια δεν γνωρίζω τι γίνονταν σε χωριά άλλων διαμερισμάτων της Ελλάδος, εγώ γράφω ότι έζησα στο χωριό μου το Πάπιγκο, από την ώρα που γεννήθηκα μέχρι σήμερα που πέρασαν κάποιες 10ετίες. Εκτός από όλα τα κύρια βάρη που είχανε στο σπίτι τους, να γεννούν και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους μόνες τους, φρόντιζαν το σπίτι, ήταν πρώτες στο νοικοκυριό. Πρόσεχαν και γηροκομούσαν κατά κανόνα όχι τους γονείς τους, αλλά τον πεθερό, την πεθερά, που τιμούσαν. Εξ ίσου μ’ εκείνους, καθώς και άλλα ηλικιωμένα πρόσωπα και όχι μόνον, που είχανε ανάγκη βοηθείας. Περιποιούνταν τα ζώα και δεν είχανε λίγα, γιατί απ’ αυτά ζούσαν. Μόνον όποιος έζησε σε χωριό γνωρίζει πόση φροντίδα θέλουν όλο το χρόνο αυτά και τα προϊόντα τους. Καλλιεργούσαν τους κήπους και τα χωράφια μόνες τους. Και δεν τους έφθαναν όλες αυτές οι φροντίδες, ήρθε κι αυτός ο άτιμος πόλεμος του 1940. Πονούσε η καρδιά τους σαν έβλεπαν τους στρατιώτες σκληρά να πολεμάνε στα άγρια, κακοτράχαλα και χιονισμένα βουνά της Ηπείρου. Πολλά από τα στρατευμένα παιδιά ήταν εντελώς άπειρα της ζωής της υπαίθρου και προσπαθώντας ν’ ανταποκριθούν στη βαρειά αποστολή τους, υπέφεραν πάρα πολύ. Τότε βλέπετε δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι στα χωριά για να μεταφέρονται εύκολα, όπως σήμερα, στρατιώτες και πολεμοφόδια. Η μετακίνηση των στρατιωτών γινόταν πεζή (με τα πόδια) και η μεταφορά των εφοδίων, τροφής και εφοδίων, με φορτηγά ζώα. Μα έλα που σε κάποια δύσβατα και απόκρημνα μέρη ―και δεν είναι λίγα τέτοια μέρη στα ορεινά χωριά μας― τα ζώα δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Τότε στη δυσκολότερη αυτή στιγμή, έπρεπε οπωσδήποτε να μεταφερθούν στους ώμους πυρομαχικά και τροφές για να φθάσουν στον προορισμό τους. Βλέποντας αυτές οι ισχνές γυναικείες μορφές των χωριών μας τους στρατιώτες, τα παιδιά που μπορεί να ήταν και τα δικά τους ακόμη παιδιά να υποφέρουν τόσο πολύ, αμέσως έτρεξαν αγόγγυστα να βοηθήσουν. Μαθημένες καθώς ήταν στο ζαλίκι από τα μικρά τους χρόνια, οι ώμοι τους και οι πλάτες τους είχαν σκληρύνει τόσο πολύ, που η τριχιά πλέον καθόλου δεν τις ενοχλούσε, ζαλκώνονταν τα κιβώτια με τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα και με μεγάλη άνεση ανέβαιναν τα λασπωμένα κάποτε και χιονισμένα δύσβατα μονοπάτια, αδιαφορώντας αν τα, ίσως και μπαλωμένα, παπούτσια τους γέμιζαν νερά, λάσπες και χιόνια και τα ρούχα τους μούσκευαν μέχρι το κόκκαλο από τον ιδρώτα, το νερό της βροχής, τα χιόνια! Να, πως ο Άγγελος Τερζάκης, εξαίρετος λογοτέχνης και Ακαδημαικός*, περιγράφει τις Ηπειρώτισσες στο βιβλίο του «Ελληνική Εποποιΐα» σελ. 59: «Εδώ οι Ιταλοί είχανε κάνει λάθος. Η Ηπειρώτισσα φοράει μαύρο μαντήλι επί ζωής χωρίς να κλαίει κάποιον. Φοράει και μαύρο ρούχο, μαύρο τσαρούχι. Στα βραχοβούνια που τ’ ανηφορίζει χωρίς προσπάθεια μαζί με το κοπάδι της τα γίδια, η θωριά της ξεκόβεται στεγνή, μοναστική, αργασμένη από το χαλάζι και το λιοπύρι. Το ανθρώπινο αυτό πλάσμα έχει πάρει απάνω του κάτι από τη στέγνα του τόπου, του κατάγυμνου βράχου, που τον σκουντάς με το πόδι σου και τσακμακίζει. Σου λέει καλημέρα η Ηπειρώτισσα και η κουβέντα της είναι κοφτή σαν πρόσταγμα. Έχει μια παρθενιά απροσπέλαστη, όπως η ζωή της είναι σκληρή κι αμίλητη. Ξυπνημένη από τις τρεις πριν φέξει, κάθε μέρα, χειμώνα-καλοκαίρι, δουλειές στο σπίτι, ζυμώνει, φουρνίζει, μαγειρεύει, ύστερα βγαίνει στο χωράφι, δυο χούφτες χώμα μέσα σε μια κουφάλα βράχο, μάχεται εκεί ως το βράδυ. Λίγος ύπνος και πάλι εξαρχής. Κοιτάς το τοπίο γύρω, τα θεομύρωτα βουνά της Παραμυθιάς, τη φοβερή Γκαμήλα, την Πίνδο και καταλαβαίνεις πως η ψυχή του τόπου έχει δέσει στο μαυροντυμένο τούτο πλάσμα με το σκοτεινό κόρφο. Μάνα, γυναίκα, αδελφή, θυγατέρα, παραστάθηκε σ’ όλο το μάκρος του αγώνα τον άντρα, τον πολεμιστή, αφοσιωμένη, αλύγιστη, αποφασισμένη, ολόρθη εικόνα του χρέους και της τιμής. Τί έρχονταν να κάνουν οι στρατιώτες του Μουσολίνι σε μια χώρα έτσι αμάλαγη και πικρή;». Και κλείνω με τους στίχους του αθάνατου ποιητή Κ. Παλαμά: «Ηπειρώτισσες, ξαφνιάσματα της φύσης, εχθρέ, γιατί δεν ρώτησες, ποιόν πας να πολεμήσεις;». T T T «Η Ιταλική αεροπορία κατά το διάστημα από 2 μέχρι 7 Νοεμβρίου εβομβάρδιζε τις ελληνικές θέσεις από τη Γκραμπάλα μέχρι τη Ζίτσα, αλλά και τα Γιάννινα και η αντιαεροπορική Πυροβολαρχία του Ζαρονίκου είχε επιτυχημένες βολές εναντίον των αεροπορικών σχηματισμών. Σε μία επιδρομή ιταλικών σχηματισμών, έριξε δύο μεγάλα βομβαρδιστικά τα οποία έπεσαν στις ελληνικές γραμμές. Το ένα έπεσε στην κορυφή του βουνού και τα κομμάτια πέσανε τελείως διαλυμένα μέσα στις ρεματιές. Το άλλο έπεσε σε ομαλό έδαφος και οι αεροπόροι δεν διεσώθησαν. Στα συντρίματα βρέθηκαν δύο μεγάλα δέματα με καμιά εξηνταριά μαύρα μαντήλια που βάζουν οι γυναίκες στο κεφάλι. Μερικοί αιχμάλωτοι είπαν πως τα προόριζαν για τις Ηπειρώτισσες να τις τρομοκρατήσουν». *Ο Άγγελος Τερζάκης στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940, υπηρετούσε ως δεκανέας στο Στρατηγείο της ΙΙ Μεραρχίας, εκεί τον γνώρισε ο συγχωριανός μου Γιάννης Μητσιάδης, ταξ/ρχος ε.α. σήμερα, αφανής ήρωας του πολέμου αυτού, ο οποίος τότε υπηρετούσε ως Μον. Ανθ/γός του Τεχνικού Σώματος, στην Δ/νση Πυρ/κού της VIII Μεραρχίας και στο Α΄ Σ.Σ. και μου έδωσε την πληροφορία ότι από το παραπάνω γεγονός ο Α.Τ. πήρε την αφορμή και έγραψε αυτά τα υπέροχα λόγια για τις Ηπειρώτισσες. Το πώς γνώρισε τον Α.Τ. θα μας δοθεί η ευκαιρία μια άλλη φορά να πούμε.

Γράφει ο ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ