Η «Λάσπη» του Γκέζου
Ο προεπιλεγμένος τρόπος εμφάνισης των σχολίων. Οι ξεδιπλωμένες απόψεις εμφανίζουν το περιεχόμενο των σχολίων. Οι απόψεις νημάτων διατηρούν τις σχετικές απαντήσεις μαζί., 13/12/2014 - 22:29
- Ο τίτλος του μπλοκ όπως εμφανίζεται στο χρήστη.
Το μπλοκ %name διαγράφηκε.Σύντομη περιγραφή του μπλοκ σας. Χρησιμοποιείται στη σελίδα επισκόπησης των μπλοκ.
Σε εκδήλωση στο Ινστιτούτο Γκαίτε ακούσαμε γνωστό συγγραφέα να υποπίπτει στο παρακάτω σφάλμα: “Ήρθαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι από την Βόρεια Ήπειρο, από την Αλβανία στην Ελλάδα. Δούλεψαν σκληρά, αλλά από τότε έχει περάσει μια ολόκληρη γενιά. Πώς επηρέασαν τον πολιτισμό της χώρας όπου έφτασαν; Στο θέατρο το έχω δει, αλλά δεν το βλέπω στην πεζογραφία. Χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι. Ίσως οι εκδότες φοβούνται να τολμήσουν;”
Κατ' αρχάς η παραπάνω άποψη παραβλέπει μια ολόκληρη γενιά γραφόντων (Niko Ago, Γκαζμέντ Καπλάνι) οι οποίοι ενδεχομένως να μην έδωσαν ακόμη το μυθιστόρημα που αναζητά ο γνωστός συγγραφέας, αλλά εδώ και χρόνια απεικονίζουν στα κείμενά τους την καθημερινότητά τους, την καθημερινότητά μας, και επηρεάζουν τον πολιτισμό ενεργά. Κατά δεύτερον, ποιος είπε ότι οι εκδότες δεν τολμούν;
Η περίπτωση του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου αποδεικνύει το αντίθετο. Το πρώτο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή “Ανεκπλήρωτοι Φόβοι” πήρε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για Πρωτοεμφανιζόμενο Συγγραφέα του 2013. Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός του Μετσοβίου στο επάγγελμα, ο Γκέζος γεννήθηκε στη Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου το 1988, ζει και γράφει στην ελληνική επαρχία. Τώρα συνεχίζει τον συγγραφικό του βίο ως πεζογράφος, με το πρώτο του μυθιστόρημα “Η Λάσπη”.
Επιθυμούν πλείστοι γράφοντες να ομιλήσουν περί της κρίσεως, να γράψουν μυθιστορήματα για την Αθήνα του αδιεξόδου, για τα πέτρινα χρόνια που ζούνε. Ενδιαφέρον τόλμημα, μιας και πώς γράφει κανείς για κάτι ενώ αυτό συμβαίνει εν θερμώ; Πώς περιγράφεται το αδιέξοδο λογοτεχνικά χωρίς όμως να ομοιάζει με ρεπορτάζ; Χρειάζεται μία απόσταση και μια ψυχραιμία για να περιγραφούν όλα αυτά ή όχι; Δυστυχώς (με εξαίρεση τον Χρήστο Οικονόμου) οι περισσότερες προσπάθειες εμφιλοχωρούν σε κλισέ. Οι περισσότεροι συγγραφείς δείχνουν να θέλουν να λάβουν μια πόζα, και οι προσπάθειες παραμένουν για ιδία εσωτερική χρήση, χωρίς αναγνωσιμότητα. Δεν πείθουν υπότιτλοι του στυλ “μυθιστόρημα για την κρίση”.
Αν θέλουμε να διαβάσουμε για το αδιέξοδο δεν έχουμε παρά να διαβάσουμε το μυθιστόρημα του Γκέζου. Πουθενά δεν αναφέρει την κατακριτέα λέξη “κρίση”. Όμως αυτή βρίσκεται παντού.
Σε έναν ασθμαίνοντα εσωτερικό μονόλογο. Ο αφηγητής βρίσκεται εγκλωβισμένος σε έναν αυτοκτονικό ιδεασμό. Η αυτοχειρία είναι η μόνη λύση του. Ο θάνατος η μόνη άμεση προοπτική. Ο κανόνας των καταστάσεων και των συμβάντων, ακόμα και στο οικογενειακό του παρελθόν. Όλα εξελίσσονται υπό το βάρος της αυτοχειρίας που σκηνοθετεί για την ημέρα των γενεθλίων του. Πρώτα όμως επιθυμεί να συναντηθεί για τελευταία φορά με Εκείνη. Και πριν γίνει αυτό, περιφέρεται για τελευταία φορά στους δρόμους της Αθήνας. Παρατηρεί, θυμάται τα χρόνια της σπουδής, αηδιάζει με τους αδρανείς Αθηναίους, δεν έχει λύση να τους προτείνει, αηδιάζει με τον εαυτό του, ξερνάει κάθε γλυκό γεύμα, κάθε γλυκό βίωμα. Κατόπιν θα παραδοθεί, διότι εγκλημάτησε.
Ο παραληρηματικός λόγος του Γκέζου αφήνει πληθώρα ερμηνειών, όπως τα πολύσημα ποιήματα. Ίσως όντως εγκλημάτησε, ίσως και όχι. Η σύνταξη στο λεκτικό του μυθιστορήματος είναι αναρχική, μονόχνωτη και δύσκαμπτη σαν τον χαρακτήρα που την εκφέρει. Οριακή. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώτικη. Ευτυχώς ο συγγραφέας κάθε μερικές σελίδες δίνει στιγμές ανάσας στον αναγνώστη. Αλλά και αυτές οι “ανάσες” δεν είναι διέξοδος. Μονάχα αναπολήσεις ενός δήθεν γαλήνιου παρελθόντος. Ισόβια δέσμιος αυτού, ο αφηγητής ευρίσκει μια πλαστή γαλήνη στην γλώσσα του. Στη μητρική, το ιδίωμα το ομιλούμενο στην Βόρεια Ήπειρο, το οποίο αναπαρίσταται μέσα στην ήρεμη φύση της και τις νόστιμες γεύσεις της. Η φυσιολατρία του αφηγητή δείχνει να αξιολογεί καλύτερα στις περιγραφές το πρότερο φυσικό τοπίο, έναντι του αστικού αθηναϊκού. Αγωνία με προσδοκίες στο πρώτο, αγωνία δίχως προσδοκίες στο δεύτερο. Ήταν καλά όμως μήπως εκεί; Τους έβριζαν και τους υποτιμούσαν ως “Έλληνες”. Εδώ τους βρίζουν ως “Αλβανούς”. Τι είναι τελικά αυτοί οι άνθρωποι;
Τίποτε από τα δύο. Ο άπατρις αφηγητής είναι αποκλεισμένος και εκεί και εδώ. Με μια ελπίδα για καλύτερα, που ήρθε η πραγματικότητα να τη διαψεύσει. Μια στιγμή τον εμπιστεύεσαι, την άλλη θαρρείς πως παραληρεί. Καλά μιλάει σε όλους, προπαντός σε Εκείνη. Ευγενικά και με τρόπους. Μα ύστερα έρχονται σε πλάγια στοίχιση οι μύχιες σκέψεις του, το υβρεολόγιο που όλοι θέλουμε να σούρουμε καθημερινώς και να' ναι καλά κανείς διάσημος βρίσκουμε το διαδίκτυο και ευκαιρίες να το διοχετεύσουμε.
Η Αθήνα γίνεται Εκείνη στο μυθιστόρημα. Καθίσταται όμορφα ασαφές αν ο αφηγητής επιθυμεί να συναντήσει την πρώην του ή την Αθήνα του, αν στην μία ή στην άλλη θέλει να απολογηθεί. Αποχαιρετά Εκείνη που τον γοήτευσε και τον απογοήτευσε, εκείνη που μισεί και είναι αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της. Όλα ωραία ήταν, κατέβαιναν στον καταπιόνα της μνήμης και γίνονται τελικά αβάσταχτο ξερατό. Όσα εκθείαζε κατηγορεί, όσα αγάπαγε γεμίζει με λάσπες.
Ο αφηγητής είναι φυγάς. Φεύγει από τη ζωή, φεύγει από τη φοβερή πραγματικότητα γιατί άλλο δρόμο δεν έχει. Δεν του αφήσαμε σπιθαμή για σπιθαμή. Ένας φυγάς ο οποίος εγκλημάτησε και αποχωρεί. Πληρώνει το τίμημα των πράξεών του ως τραγικός ήρωας; Ή άλλου είναι η αμαρτία; Η τρέλα του δικαιολογείται ή είναι αποκύημα της φαντασίας του; Τα πράγματα στην μια σελίδα στέκουν, στην άλλη ρέουν σαν κάτι δύσπλαστο. Σαν τη λάσπη του τίτλου. Ούτε στερεά ούτε υγρά.
Το πρόσωπό του θρυμματισμένο, το παρόν του απόκοσμο και η επιστροφή στα παρελθόντα εξίσου έωλη. Το ξερίζωμά του και από τον τόπο γεννήσεως και από τον τόπο της “καλύτερης ζωής”, την Αθήνα, αναπόφευκτο και αέναο. Τα οράματα των γονέων έχουν παντελώς διαψευσθεί. Το μέλλον δεν τον ενδιαφέρει. Οι παιδικές εικόνες είναι πιο οικείες, σε μία ψευδώς ευτυχή άγνοια. Η αυτοχειρία είναι τελικά η μόνη πράξη αξιοπρέπειας. Ή μήπως η εσωστρέφειά του τον έχει οδηγήσει σε αυτή την κλειστοφοβία;
Ένα έργο ωμό, αηδιαστικό, υπέροχο και καταραμένο ρεαλιστικά. Σαν πραγματοποιημένο άρρωστο όνειρο. Ίσως να θέλαμε λίγες περισσότερες σκηνές “γαλήνης” σε αυτά τα ωραία βορειοηπειρώτικα των ένθετων κεφαλαίων. Αλλά ακόμα δεν ήρθε η γαλήνια εποχή. Αργότερα αυτά. Μπράβο!
Ο Ηλίας Κολοκούρης σπούδασε κλασική φιλολογία και γλωσσολογία στην Αθήνα. Είναι καθηγητής.