Μια αποκαλυπτική μαρτυρία για τους Αλβανοτσάμηδες!
Το σχόλιό σας είναι στην ουρά για επιμέλεια από τη διαχείριση του ιστοτόπου και θα δημοσιευτεί αφού εγκριθεί., 20/06/2008 - 06:51
- Ο τίτλος του μπλοκ όπως εμφανίζεται στο χρήστη.
Το μπλοκ %name διαγράφηκε.Σύντομη περιγραφή του μπλοκ σας. Χρησιμοποιείται στη σελίδα επισκόπησης των μπλοκ.
Ενώ ακόμη ο εμφύλιος σπαραγμός κατέτρωγε τα σωθικά της πατρίδας και ο ανταρτοπόλεμος «καλά κρατούσε», σε μια κρίσιμη περίοδο που οι κάτοικοι της υπαίθρου, για να αποφύγουν επικίνδυνες περιπέτειες, είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια και το βιο τους και είχαν συγκεντρωθεί στα αστικά κέντρα (ανταρτόπληκτους τους λέγαμε τότε), στοιβαγμένοι στις παράγκες και στα λυόμενα (στα Γιάννινα έμεινε το τοπωνύμιο «στα λυόμενα») προσπαθώντας να επιβιώσουν με τα κρατικά συσσίτια, ακόμη και τότε οι Τουρκαλβανοί της Τσαμουριάς βυσσοδομούσαν εις βάρος της Ηπείρου και μηχανεύονταν τρόπους να εισβάλουν στη Θεσπρωτία, την οποία είχαν απογυμνώσει και λεηλατήσει ως πειθήνια όργανα των Ιταλών και Γερμανών.
Με τη λήξη του πολέμου οι Αλβανοτσάμηδες οικειοθελώς εγκατέλειψαν τη Θεσπρωτία και εγκαταστάθηκαν στις γειτονικές περιοχές γύρω από τους Αγίους Σαράντα. Ως δοσίλογοι και εγκληματίες πολέμου χαρακτηρίστηκαν από τα διεθνή δικαστήρια. Προτίμησαν να φύγουν παρά να μείνουν και να υποστούν τις συνέπειες των εγκληματικών τους πράξεων. Δυστυχώς, κατά την περίοδο του ανταρτοπολέμου, στο πλευρό τους είχαν ξενοκίνητους Έλληνες, οι οποίοι στην εσφαλμένη πορεία που είχαν ακολουθήσει, βρήκαν στήριγμα στους στυγερούς εγκληματίες, στους Αλβανοτσάμηδες της Θεσπρωτίας, για την επιτυχία των καταχθονίων σχεδίων τους.
Ο Λέανδρος Βρανούσης (υπογράφει Λ. Παπαβρανούσης) σε ένα άρθρο του στο «Ηπειρωτικό Μέλλον» (13 Μαΐου 1949) με τίτλο: «Από το δράμα της Ηπείρου - Οι Αλβανοτσάμηδες» διεκτραγωδεί την κατάσταση που επικρατούσε στην Ήπειρο κατά τη διάρκεια των εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων και αποκαλύπτει τα σχέδια των Αλβανοτσάμηδων, οι οποίοι, προσκαλεσμένοι από ελληνικά αντεθνικά στοιχεία, προετοιμάζονταν για εισβολή στη Θεσπρωτία.
Γράφει σχετικά ο αείμνηστος Λεάνδρος Βρανούσης: «Ενώ ακόμη βράζει εις τα στήθη όλων των Ελλήνων η ιερά αγανάκτησις διά τα προκλητικώς εξαγγελθέντα εσχάτως σχέδια διαμελισμού και αυτονομήσεως της Μακεδονίας μας, νέον έγκλημα κατά της Πατρίδος αναγγέλλεται. Ο ξενοκίνητος αγών, που απέβαλε όλα τα προσχήματα πλέον, όσα είχε κατά καιρούς χρησιμοποιήσει, εις τον αντεθνικόν του κατήφορον ανεκάλυψε νέας ενισχύσεις διά το έργον της καταστροφής και της ερημώσεως της Πατρίδος, τους Τσάμηδες. Ειδήσεις εξ Αλβανίας μας πληροφορούν λεπτομερώς περί της στρατολογίας των εκεί ευρισκομένων Τσάμηδων και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι χθεσινοί συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών Τουρκαλβανοί της Τσαμουριάς θα επανδρώσουν κάποιαν «ταξιαρχίαν» διά να εμπέσουν κατά της δυστυχισμένης Ηπείρου μας...».
Συνεχίζοντας γράφει ότι μια τέτοια εισβολή, από εκείνους οι οποίοι κατατυράννησαν την Ήπειρο και προέβησαν σε ανήκουστες θηριωδίες και μετά την ήττα των Γερμανών βρήκαν άσυλο στη λαοκρατία του Εμβέρ Χότζα, θα αποτύχει, δεν θα το επιτρέψει ο εθνικός στρατός, ο οποίος γνωρίζει ότι «το Φιλιάτι και η Παραμυθιά, η Ηγουμενίτσα και το Φανάρι, ολόκληρος η Θεσπρωτία και ολόκληρος σχεδόν η Ήπειρος διατηρεί ανατριχιαστικάς αναμνήσεις από την πρόσφατον αιματηράν δράσιν των Τουρκαλβανών της Τσαμουριάς». Και βέβαια ο φόβος δεν ήταν η κατάληψη της Θεσπρωτίας από τους Αλβανοτσάμηδες. «Ο εθνικός στρατός αγρυπνά και θα δώσει την πρέπουσαν απάντησιν», αλλά ότι «ούτοι και με την συμβολικήν έστω συμμετοχήν των εις τας τάξεις του «Δημοκρατικού Στρατού» δημιουργούν διά μίαν ακόμη φοράν και θέτουν μειονοτικόν ζήτημα Τσαμουριάς». Η εισβολή των Τσάμηδων την ταραγμένη εκείνη εποχή δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά όσα στη συνέχεια γράφει ο Λ. Βρανούσης για τους εχθρούς της Ελλάδος και για την ανακίνηση μειονοτικών θεμάτων είναι πράγματι προφητικά. Γράφει συγκεκριμένα:
«Οι εχθροί της Ελλάδος διεξάγουν τον πόλεμόν των με όλα τα μέσα... και δεν θα παύσουν νʼ ανακινούν διʼ άλλης οδού ζητήματα και να επιδιώκουν τον διαμελισμό της χώρας μας. Θα μας ξαφνίσει ίσως αύριο κάποια πολύ «νομιμόφρων» αίτησις περί επαναπατρισμού των «εκδιωχθέντων - αθώων δημοκρατικών πολιτών της Τσαμουριάς...». Προφητικά όσα έγραψε ο Λ. Βρανούσης. Ποτέ δεν έπαψαν να ανακινούν το ανύπαρκτο θέμα τους και να διεκδικούν τον επαναπατρισμό τους. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Αλβανία, δημιούργησαν θέμα και απαιτούν την επάνοδό τους στη Θεσπρωτία ως μωαμεθανοί με ελληνική ιθαγένεια.
Για μισόν αιώνα εγκλωβισμένοι, όπως όλοι οι Αλβανοί, στην απέραντη φυλακή της Αλβανίας, αποκλεισμένοι από τον εξωτερικό κόσμο με τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα και τις βαριές ποινές εναντίον εκείνων που θα τολμούσαν να δραπετεύσουν από τον «σοσιαλιστικό Παράδεισο», σιωπούσαν. Φροντίδα τους, όπως όλων των Αλβανών, να επιβιώσουν σε ένα σκληρό, βάρβαρο και απάνθρωπο καθεστώς.
Μετά την κατάρρευση του Χοτζικού καθεστώτος στην Αλβανία τα όσα προφητικά έγραψε ο Λ. Βρανούσης επαληθεύονται. Οι «άσπονδοι» φίλοι μας και «οι «αντικειμενικοί» απληροφόρητοι, που προθυμοποιούνται να ακούουν και να συζητούν σοβαρά τέτοια ανύπαρκτα ζητήματα» ξεσήκωσαν θόρυβο γύρω από το «τσάμικο» με την ελπίδα ότι θα υπάρχει κάποιο κέρδος.
Οι Τσάμηδες, υποβοηθούμενοι και από το επίσημο αλβανικό κράτος, ίδρυσαν συλλόγους, προσφεύγουν στα διεθνή φόρα, δημιούργησαν ακόμη και «Στρατό της Τσαμουριάς» επιδιώκοντας τον επαναπατρισμό τους στη Θεσπρωτία, λησμονώντας τις αποτρόπαιες πράξεις τους, τις λεηλασίες, τις πυρπολήσεις σπιτιών, τους βιασμούς, τους φόνους, με αποκορύφωμα την εκτέλεση των 49 επιφανών κατοίκων της Παραμυθιάς τον Σεπτέμβριο του 1943.
Ας έχουμε υπόψη ότι η στρατολόγηση των Τσάμηδων αποτελεί φανερά επιβουλή κατά της Ηπείρου. Το όνειρο της «Μεγάλης Αλβανίας» εκτρέφει τον μεγαλοϊδεατισμό των Αλβανών. Μάλιστα, μετά την αίσια κατάληξη του Κοσόβου, οι Αλβανοί θα στρέψουν την προσοχή τους προς την Ήπειρο και προς τις άλλες διεκδικούμενες περιοχές, έχοντας ως αιχμή τους Τσάμηδες και το «Τσάμικο». Ο Λέανδρος Βρανούσης από το 1949 ακόμη έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου γράφοντας: «Εν τω μέτρω του δυνατού, περισσοτέραν πάντοτε προσοχήν εις την Ήπειρον».
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ
Πηγή Π.Λ