Χρέος για την Ελλάδα η στήριξη των Βορειοηπειρωτών!
Σώμα του μπλοκ, 13/03/2008 - 18:08
- Ο τίτλος του μπλοκ όπως εμφανίζεται στο χρήστη.
Το μπλοκ %name διαγράφηκε.Σύντομη περιγραφή του μπλοκ σας. Χρησιμοποιείται στη σελίδα επισκόπησης των μπλοκ.
Χρέος για την Ελλάδα η στήριξη των Βορειοηπειρωτών!
Στην Αλβανία ζουν συμπαγείς και αμιγείς ελληνικοί πληθυσμοί, η λεγόμενη ελληνική μειονότητα, στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου και σε άλλες περιοχές και αστικά κέντρα της Αλβανίας.
Ο αριθμός τους παραμένει μέχρι σήμερα ακαθόριστος, αφού οι Αλβανοί ιθύνοντες δεν προχώρησαν σε πληθυσμιακή απογραφή. Οι πληθυσμοί αυτοί, Έλληνες στην καταγωγή και με εθνική ελληνική συνείδηση, έχουν ανάγκη συμπαράστασης και προστασίας από το ελληνικό κράτος.
Η Ελληνική Πολιτεία έχει χρέος να στηρίξει με κάθε τρόπο την ελληνική μειονότητα με την ανάληψη πρωτοβουλιών για συνέχιση της επενδυτικής πολιτικής, την κατασκευή έργων υποδομής στις μειονοτικές περιοχές, την παροχή δανείων για την εξάσκηση ελεύθερων επαγγελμάτων στον τόπο τους, την οικονομική ενίσχυση των ελληνοδασκάλων που διδάσκουν στα ελληνόφωνα σχολεία, την διευκόλυνσή τους κατά την είσοδο και έξοδο από τους συνοριακούς σταθμούς, την επαγγελματική τους επιμόρφωση για αποδοτικότερη ασκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων και γενικά την παροχή κάθε στήριξης που θα αποσκοπεί στην παραμονή τους στις πατρογονικές τους εστίες και στην επιστροφή στον τόπο τους εκείνων που εργάζονται στην Ελλάδα.
Η μετανάστευση στην ελλάδα και οι συνέπειες της.
Από το 1990-91, χρόνοι που άνοιξαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα και επιτρεπόταν η ελευθεροκοινωνία, υπολογίζεται ότι ο μισός πληθυσμός, το 50% της ελληνικής μειονότητας μετακινήθηκε προς την Ελλάδα. Η πλειοψηφία των μετακινηθέντων ανήκαν στις γόνιμες και παραγωγικές ηλικίες, με αποτέλεσμα να απογυμνωθεί η Βόρειος Ήπειρος και να έχουν παραμείνει παιδιά και ηλικιωμένοι. Το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1990-1993, με τη «ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟ». Ήταν η περίοδος που κοπαδιαστά περνούσαν τα σύνορα και πλημμύρισε η Ελλάδα από Έλληνες βορειοηπειρωτικής καταγωγής, που ονομάστηκαν και εκείνοι «οικονομικοί μετανάστες». Λογαριάζεται, με τους μετριότερους υπολογισμούς, ότι αυτά τα χρόνια μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα πάνω από εξήντα (60.000) χιλιάδες. Τότε κατηγορήθηκε η ελληνική κυβέρνηση ότι επέτρεψε την χωρίς περιορισμούς είσοδο των Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα. Πιστεύουμε ότι αυτά τα δύσκολα χρόνια για τους Βορειοηπειρώτες, αλλά και τους Αλβανούς, καμιά κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να ανακόψει το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ελλάδα. Τότε εισήλθαν στην Ελλάδα Έλληνες Βορειοηπειρώτες και Αλβανοί λαθρομετανάστες.
Η τάση φυγής ήταν τόσο δυναμική, που καμιά δύναμη δεν ήταν δυνατό ούτε να την περιορίσει. Η αγανάκτηση, η απομόνωση, η δυστυχία στα «πέτρινα χρόνια» και ο εγκλωβισμός τους σε ένα βάρβαρο και αιμοσταγές καθεστώς, η πείνα και η ανέχεια, η έλλειψη και των πλέον στοιχειωδών, τους έκανε να εγκαταλείπουν ομαδικά πολλές φορές με υπέρμετρους κινδύνους, τα σπίτια και τους δικούς τους.
Οι μετακινήσεις συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια με συνέπεια να δημιουργηθεί τεράστιο κενό στις μειονοτικές περιοχές. Το κενό αυτό καλύφθηκε από την αλβανική κυβέρνηση με τη μεταφορά Αλβανών από το Βορρά ή και Κοσοβάρων προσφύγων. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα είναι θλιβερό. Η ελληνική μειονότητα χρόνο με το χρόνο φθίνει και η ερήμωση των βορειοηπειρωτικών περιοχών παρουσιάζεται αναπότρεπτη. Παρατηρείται επίσης και το εξής φαινόμενο: Τα παιδιά μόλις ενηλικιώνονται φεύγουν προς την Ελλάδα προς εξεύρεση εργασίας και βελτίωση των όρων της ζωής τους.
Τα φαινόμενα αυτά είναι ανησυχητικά και είναι καιρός να προβληματίσουν το ελληνικό κράτος.
Αναγκαίοι τομείς δράσης εκ μέρους της Ελλάδος.
Μετά τα δεδομένα της αθρόας μετανάστευσης των γόνιμων ηλικιών της ελληνικής μειονότητας προς την Ελλάδα, ποια πολιτική μπορεί να ακολουθήσει το ελληνικό κράτος;
Πολλοί είναι εκείνοι που προτείνουν η Ελλάδα να ακολουθήσει σκληρή στάση με την εφαρμογή των αποφάσεων των Διεθνών Οργανισμών (ΔΑΣΕ, ΟΗΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης), όσον αφορά την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της Αλβανίας, ακόμη και λήψη οικονομικών κυρώσεων.
Οι επιπτώσεις από μια τέτοια πολιτική δεν θα ήταν οι αναμενόμενες. Θα ανέκοπτε τις επενδυτικές δραστηριότητες στην Αλβανία και θα καταδίκαζε την μειονότητα να ζει κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες. Εάν δε η Ελλάδα αποφάσιζε την επαναπροώθηση των Αλβανών λαθρομεταναστών στη χώρα τους, ασφαλώς και θα κατηγορούνταν για έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας προς τους οικονομικούς μετανάστες. Μια τέτοια σκληρή πολιτική θα ήταν αναποτελεσματική και αδιέξοδη.
Όμως, κάτι πρέπει να γίνει. Όσο η κατάσταση παραμένει θολή και ρευστή τόσο πολλαπλασιάζονται οι κίνδυνοι ολοκληρωτικής απογύμνωσης και ερήμωσης του βορειοηπειρωτικού χώρου. Αφού η άκαμπτη πολιτική απέναντι στην Αλβανία κρίνεται ατελέσφορη και αναποτελεσματική είναι ανάγκη να βρεθούν άλλοι τρόποι, εφαρμόσιμοι και σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.
Η πολιτική της διαλλακτικότητας, των χαμηλών τόνων και της οικονομικής και πολιτιστικής διείσδυσης, με στόχο το αμοιβαίο όφελος, κρίνεται συμφέρουσα και αποτελεσματική. Με την άσκηση εκ μέρους της Ελλάδος μιας διαλλακτικής, συμβιβαστικής και συμφιλιωτικής πολιτικής επιτυγχάνεται διπλός στόχος: α) Δημιουργία κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κρατών και περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων και β) ο σεβασμός εκ μέρους της Αλβανίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας.
Η Ελλάδα ως οργανικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με οικονομική ευρωστία, είναι σε θέση να προωθήσει την διαβαλκανική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης και της Αλβανίας, με σκοπό την οικονομική και κοινωνική της ανάπτυξη.
Με τέτοια πολιτική, με παράλληλη κατοχύρωση των υφισταμένων συνόρων, θα δημιουργήσει μεταξύ των δύο κρατών κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, θα ωφεληθούν και οι δύο πλευρές, πρωτίστως όμως η γεωγραφική περιοχή της Βορείου Ηπείρου, προς την οποία θα κατευθύνονται οι ελληνικές επενδυτικές πρωτοβουλίες.
Εκτός από τα οικονομικά αίτια υποβοηθητικά έρχεται και η πολιτιστική συγγένεια με την Αλβανία, γεγονός που θα συντείνει στη στενότερη συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών. Συνακόλουθα, προς επίτευξη μακροχρόνιων και σταθερών σχέσεων προτείνονται τα εξής: α) Η σύναψη διακρατικών συμφωνιών για θεματα κοινωνικά, πολιτιστικά, οικονομικά, πολιτικά, τεχνολογικά και άλλα και η άμβλυνση των όποιων άλλων προβλημάτων υπάρχουν, που παρεμποδίζουν τέτοιες συμφωνίες. β) Η κατάρτιση από εξειδικευμένη κρατική υπηρεσία ενός προγράμματος για τη στήριξη και παραμονή της ελληνικής μειονότητας στα πατρογονικά της εδάφη. γ) Εκτέλεση αναγκαίων έργων υποδομής στις αμιγείς ελληνικές περιοχές. Έργα ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, οδοποιΐας, υγείας, σχολείων και όποια άλλα κρίνονται απαραίτητα για τη βελτίωση των όρων της ζωής τους. δ) Ταχύρρυθμα σεμινάρια για επαγγελματική επιμόρφωση και οικονομική ενίσχυση των εκπαιδευτικών και του εκκλησιαστικού κλήρου στην Αλβανία.
Σε έναν κόσμο που η αλληλεξάρτηση όλο και αυξάνει, που τα προβλήματα δεν μπορούν να απομονωθούν ή να αποκλειστούν από εθνικά σύνορα, είναι ανάγκη να σταθούμε μακριά από φυλετικές, ρατσιστικές ή θρησκευτικές διακρίσεις και προκαταλήψεις, να αναγνωρίσουμε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι «ένας λαός» και να σκύψουμε με ενδιαφέρον και αγάπη για τη λύση των συσσωρευμένων προβλημάτων της γειτονικής και συγγενής μας χώρας και κατ’ επέκταση τη βοήθεια και στήριξη του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού. Ασφαλώς, σημείο σταθερότητας και αγαθών διμερών σχέσεων αποτελεί η ελληνική μειονότητα, την οποία το ελληνικό κράτος οφείλει να προστατεύσει και να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις οικονομικής και κοινωνικής αναγέννησης.
Συμπερασματικά, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να έχει για το θέμα πολιτικούς σχεδιασμούς και σταθερές στρατηγικές, ώστε με αποφασιστικότητα και σύνεση να καθορίσει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα προγράμματα υποστήριξης του βορειοηπειρωτικού στοιχείου. Η ελληνική μειονότητα να αποτελέσει πραγματικά γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο λαών, όχι με λόγια, αλλά με έργα, γιατί, δυστυχώς, και σήμερα ισχύουν όσα είπε σε συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία» (20-4-1996) ο Θωμάς Μήτσης, βουλευτής τότε του Κόμματος της Ένωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα: «Η μειονότητα εξακολουθεί να είναι το πιόνι στις σχέσεις των δύο χωρών. Δυστυχώς είμαστε όμηροι των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Ο ρόλος μας είναι να βοηθάμε τους εθνικιστές πολιτικούς των δύο χωρών. Για τους Αλβανούς οι επιθέσεις εναντίον μας τους επιτρέπουν να εμφανίζονται στα μάτια των ψηφοφόρων τους πατριώτες και να κερδίζουν ψήφους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στην Ελλάδα. Πολλοί πολιτικοί και κόμματα θέτουν αυτό το θέμα όταν χρειάζεται να δείξουν ότι σέβονται και στηρίζουν την μειονότητα. Κάποιος μας διώχνει από τη μια μεριά και κάποιος μας παρηγορεί από την άλλη».
Να μην ξεχνούμε ότι οι μειονοτικοί Έλληνες είναι υπήκοοι Αλβανοί υποχρεωμένοι να σέβονται και να υπακούουν τους νόμους της χώρας που ζουν. Όμως, να μην μας διαφεύγει ότι τη γη τους, που ζουν από αρχαιοτάτων χρόνων, την πότισαν με ιδρώτα και αίμα, μεγάλωσαν σ’ αυτά τα χώματα γενεές Ελλήνων και απαιτούν και εκείνοι σεβασμό από τους Αλβανούς και απόδοση όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες για τις μειονότητες.
Σήμερα, που τα σύννεφα όλο και πυκνώνουν στη γειτονιά μας και οι κίνδυνοι ελλοχεύουν, περισσότερο από ποτέ άλλοτε προέχει η ηθική και η οικονομική στήριξη των συμπατριωτών μας της Βορείου Ηπείρου.
Γράφει: Νίκος Υφαντής