Ελλάδα και Αλβανία: Μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά!
Σώμα του μπλοκ, 06/12/2007 - 20:35
- Ο τίτλος του μπλοκ όπως εμφανίζεται στο χρήστη.
Το μπλοκ %name διαγράφηκε.Σύντομη περιγραφή του μπλοκ σας. Χρησιμοποιείται στη σελίδα επισκόπησης των μπλοκ.
Η Ελληνική Εθνική Μειονότητα στην Αλβανία μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα αλληλοκατανόησης Ελλάδας και Αλβανίας. Οι Ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι ανάγκη να εδραιωθούν σε σταθερή βάση ώστε να συντείνουν στην ειρηνική συμβίωση Ελλήνων και Αλβανών, μεταξύ δύο λαών γειτονικών και συγγενικών.
Το επίσημο ελληνικό κράτος σαφώς έχει διακηρύξει ότι η Αλβανία είναι κράτος ανεξάρτητο με σύνορα κατοχυρωμένα από διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες η Ελλάδα σεβάστηκε και δεν διανοείται να τις αγνοήσει. Επομένως, έχουν συμφέρον και οι δύο χώρες να συνεργαστούν για την ανάπτυξη σταθερών σχέσεων, γεγονός που θα αποβεί προς όφελος και των δύο.
Όμως, να μην ξεχνούμε ότι σε όποιο σημείο της γης υπάρχουν αναγνωρισμένες μειονότητες απολαμβάνουν και τις ελευθερίες ατομικές και συλλογικές που έχουν και οι λοιποί πολίτες κάθε κράτους. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τους Αλβανούς πολίτες ελληνικής καταγωγής που ζουν στην περιφέρεια της Νοτίου Αλβανίας, στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, αλλά και σε όποιο άλλο σημείο του αλβανικού κράτους ζουν και εργάζονται. Το ίδιο και όσον αφορά στο σεβασμό των θρησκευτικών δικαιωμάτων. Δικαιούνται δηλ. οι Έλληνες ορθόδοξοι Χριστιανοί ελεύθερη και ισότιμη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, όπως και οι ακολουθούντες την κυριαρχούσα θρησκεία ή τα υπάρχοντα άλλα δόγματα.
Έχει διαπιστωθεί ότι τα εθνικά φύλα Ελλήνων και Αλβανών με χιλιετίες ιστορία, άλλοτε συνυπήρχαν και άλλοτε συγκρούονταν στη γεωπολιτική θέση της Ηπείρου (ελληνικής και αλβανικής σήμερα), είχαν κοινά στοιχεία, τα οποία περισσότερα τους ένωναν παρά τους χώριζαν. Η ιστορία, ο αψευδής αυτός μάρτυρας, απέδειξε ότι το ελληνικό στοιχείο είχε ταυτιστεί με τον Ηπειρωτικό χώρο. Η παρουσία του υπήρξε τόσο ισχυρή, ώστε και το αλβανικό κράτος που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, δεν στάθηκε ικανό να αγνοήσει το ελληνικό στοιχείο, ακόμη και κατά την περίοδο του στυγνού καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα.
Οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και μετά την απαγόρευση της θρησκείας το 1967 και την καθεστωτική προπαγάνδα του αφελληνισμού, παρέμειναν ζωντανοί και διατήρησαν την φυλετική τους καταγωγή. Είναι επόμενο, σήμερα που επικρατούν πιο δημοκρατικές συνθήκες στη χωρα, να επιθυμούν να διατηρήσουν τα φυλετικά τους χαρακτηριστικά, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους και να διεκδικούν από το αλβανικό κράτος την φυλετική τους ιδιαιτερότητα.
Η καχυποψία των Αλβανών ότι ενδέχεται η ελληνική μειονότητα σε βάθος χρόνου να διεκδικήσει αυτονομία, είναι αδικαιολόγητη και δεν στηρίζεται σε επιχειρήματα.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις αποκατέστησαν διπλωματικές σχέσεις με την Αλβανία και ήραν την εμπόλεμο κατάσταση, χωρίς, μάλιστα, ανταλλάγματα. Το γεγονός και μόνο αυτό αποδεικνύει τη θέση της Ελλάδος για αγαθές γειτονικές σχέσεις.
Και ενώ θα έπρεπε οι ιθύνοντες Αλβανοί να εκτιμήσουν την ελληνική γενναιοδωρία συν το γεγονός ότι δέχεται εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανούς (εκτός από τους Βορειοηπειρώτες) που εργάζονται στην επικράτειά της, εξασφαλίζοντας καλό εισόδημα, που επιτρέπει να ζουν οι οικογένειές τους άνετα και να αποταμιεύουν επιπλέον, δυστυχώς, υποτιμούν και υποβαθμίζουν την ελληνική προσφορά, που δίνει τη δυνατότητα στη χώρα τους, με τα εμβάσματα των εργαζομένων συμπατριωτών τους, να αναπτύσσεται οικονομικά και να αποφεύγονται κοινωνικές εντάσεις.
Οι ηγέτες της Αλβανίας, αλλά και οι ισλαμιστές (που όλο και αναπτύσσονται και παίρνουν πρωτοβουλίες) και εθνικιστικοί κύκλοι, εν ονόματι της περίφημης «καθαρότητας του Έθνους», διαφορετικά σκέπτονται και άλλα πράττουν.
Αγνοούν ή καμώνονται πως αγνοούν την ιστορική παρουσία των Βορειοηπειρωτών στη γη τους από αμνημονεύτων χρόνων και ασκούν, όλο και περισσότερο, πολιτική συρρίκνωσης του ελληνισμού, με απώτερους στόχους την πλήρη εξαφάνισή του. Η ασκούμενη αυτή πολιτική βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική των αλβανικών κυβερνήσεων υπέρ των συμπατριωτών τους Αλβανών του Κοσσόβου και της αλβανικής μειονότητας που ζει στην ΠΓΔΜ, στο Τέτοβο. Είναι φανερή η αντίφαση της πολιτικής αυτής. Από τη μια μεριά να ενδιαφέρεσαι για τις μειονότητες της χώρας που ζουν σε άλλα κράτη και από την άλλη να ασκείς αντίθετη πολιτική για την ξένη μειονότητα που ζει στη δική σου χώρα.
Και δε φτάνει αυτό. Ενώ η Ελλάδα τάσσεται υπέρ του σεβασμού των συνόρων και απαιτεί μόνο σεβασμό των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας, η Αλβανία, κατά τρόπο ασύνετο και περίεργο, διεκδικεί και την Ήπειρο μέχρι τον Αμβρακικό Κόλπο, όπως αποδεικνύεται από τους χάρτες που κυκλοφορούν στη χώρα και διδάσκονται οι μαθητές στα σχολεία. Ακόμη ζητάει αποζημιώσεις για τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, οι οποίοι βαρύνονται με εγκλήματα και άλλες βαρβαρικές πράξεις. Οι Τσάμηδες συνεργάστηκαν με τους κατακτητές Ιταλογερμανούς, βιαιοπράγησαν εις βάρος του γηγενούς Θεσπρωτικού πληθυσμού και μετά την ήττα του Άξονα, για να αποφύγουν τις συνέπειες, κατέφυγαν στην Αλβανία.
Η ιστορία, η οποία καταγράφει τα γεγονότα του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος, όπως διαμορφώθηκε κατά την πολύχρονη διαδρομή του, μας πληροφορεί για τις αδικίες που διαπράχτηκαν εις βάρος του ελληνικού στοιχείου.
Άλλη θα ήταν η τύχη των Βορειοηπειρωτών εάν οι εκάστοτε Μεγάλοι του Κόσμου εφάρμοζαν με δικαιοσύνη το διεθνές δίκαιο και δεν φρόντιζαν αποκλειστικά για τα δικά τους και μόνο συμφέροντα.
Αλλά και από ελληνικής πλευράς διαπράχτηκαν τραγικά σφάλματα από την εποχή ακόμη του Βορειοηπειρωτικού προβλήματος. Και αργότερα, μετά την ήττα του Άξονα, ευθύνη φέρουν και οι Έλληνες Κομμουνιστές, οι οποίοι είχαν ταχθεί, με εντολή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υπέρ του καθεστώτος του Χότζα, ο οποίος απαίτησε να μη ληφθεί υπόψη το δίκαιο των Βορειοηπειρωτών. Ήταν η εποχή που συνεργάστηκαν με τους Σλαβομακεδόνες με σκοπό την ένταξη της Ελληνικής Μακεδονίας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη.
Και σήμερα οι Βορειοηπειρώτες και εκείνοι που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα και όσοι παρέμειναν στον τόπο τους θεματοφύλακες της πατρικής τους γης αισθάνονται Έλληνες, αλλά δεν ξεχνούν ότι είναι πολίτες του αλβανικού κράτους και οφείλουν να σέβονται τους νόμους του. Παράλληλα, όμως, αγωνίζονται να διαφυλάξουν την φυλετική τους καθαρότητα, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους, τις προγονικές μνήμες, την πίστη και το ελληνικό τους φρόνημα, δυστυχώς, μέσα σε ένα περιβάλλον και κλίμα εχθρικό. Παρόλες τις αντιξοότητες και τα εμπόδια που προβάλλονται πασχίζουν, με τα λιγοστά μέσα που διαθέτουν, να διατηρήσουν γέφυρες αδελφικής συμβίωσης με τους Αλβανούς, γεγονός που ιδιαίτερα οφείλουν να προσέξουν οι αλβανικές κυβερνήσεις.
Αλβανικοί σοβινιστικοί και άλλοι κύκλοι κατηγορούν τους Έλληνες ότι, ενώ ζουν στη χώρα τους, στρέφονται συχνά προς την Ελλάδα, από την οποία ζητούν συμπαράσταση και βοήθεια. Θα ήταν ακατανόητο και πέρα από κάθε δεοντολογία εάν δεν έστρεφαν τα μάτια τους προς την μητέρα Πατρίδα και δεν ζητούσαν την αρωγή και τη συμπαράστασή της.
Αυτό όμως δεν αποκλείει η συμπεριφορά τους και οι πράξεις τους να είναι συνεπείς με τους νόμους του κράτους που διαβιούν και να επιδιώκουν να συγκρατιώνται από ακρότητες που δημιουργούν προβλήματα αγαστής συμβίωσης με τους Αλβανούς.
Πάντοτε οι Έλληνες της μειονότητας επιζητούν φιλικές σχέσεις με τους Αλβανούς, με τους οποίους συμβιώνουν και έχουν κοινά συμφέροντα. Αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος, που η ελληνική μειονότητα αποτελεί τη γέφυρα αρμονικής και ουσιαστικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Εϊναι ο μοναδικός και πραγματικός τρόπος για να αντιμετωπίσει και η γειτονική μας χώρα τα φλέγοντα οικονομικά και άλλα κοινωνικά προβλήματά της, τα οποία διαφορετικά δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει και να επιλύσει.
Όταν και οι Αλβανοί δουν με ειλικρίνεια και χωρίς καχυποψία την πραγματικότητα, τότε θα υπάρξουν βαθμιαία και οι αναγκαίες συγκλίσεις για ειρηνική συνύπαρξη και αδελφική συνεργασία.
Γράφει: Νίκος Υφαντής