H Ελληνική γλώσσα «ξαναζεί» στην Ιταλία!


Το μπλοκ %name διαγράφηκε.Το μπλοκ %name διαγράφηκε.Σύντομη περιγραφή του μπλοκ σας. Χρησιμοποιείται στη <a href="%overview">σελίδα επισκόπησης των μπλοκ</a>.Σύντομη περιγραφή του μπλοκ σας. Χρησιμοποιείται στη σελίδα επισκόπησης των μπλοκ.

Είναι γνωστό ότι στην αρχαία εποχή εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία πολλοί Έλληνες και εδημιούργησαν εκεί αξιοθαύμαστο πολιτισμό και η περιοχή αυτή ονομάστηκε Μεγάλη Ελλάδα. Τα ονόματα των πόλεων που ίδρυσαν εκεί σώζονται σήμερα άλλα αυτούσια και άλλα παραλλαγμένα. Π.χ. η Μεσήνη-Μεσίνα, η Νάξος έμεινε αυτούσιο το όνομα χωρίς παραλλαγή, η Κατάνη έγινε Κατάνια, το Ρήγιον έγινε Ρέτζιο, το Ταυρομένιον έγινε Ταορμίνα, η Σύβαρις, Σιμπάρι, το Βρινδίσιον έγινε Πρίντεζι, ο Ακράγας έγινε Αγκριγκέντο κ.λπ., κ λπ.
Εκτός από τους αρχαίους, εγκαταστάθηκαν Έλληνες εκεί και στους βυζαντινούς χρόνους, αλλά και στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όταν για διάφορους λόγους έβρισκαν εκεί καταφύγιο.
Με την πάροδο του χρόνου άρχισε ο εκλατινισμός της Νοτίου Ιταλίας και της Σικελίας. Για πολύ καιρό η λατινική και η ελληνική γλώσσα συνυπήρχαν και οι κάτοικοι ήταν δίγλωσσοι, με τη διαφορά ότι η Θρησκεία, τα Γράμματα και οι Τέχνες διατήρησαν τον ελληνικό χαρακτήρα τους. Ο εκλατινισμός όμως της Απουλίας και της Καλαβρίας εμποδίστηκε από τον ελληνικό πληθυσμό των μεγάλων παραλιακών πόλεων, γιατί υπήρξε ισχυρότατη η πολιτική και πολιτισμική ελληνική παράδοση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στη Ρώμη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις του ρωμαϊκού κράτους εδιδάσκονταν τα ελληνικά Γράμματα, η Φιλοσοφία, η Ρητορική Τέχνη,η Μουσική κ.λπ. από Έλληνες, που προέρχονταν από την Ελλάδα ή τη Μεγάλη Ελλάδα.
Κατά την περίοδο της Εικονομαχίας (9ος αιώνας) η Νότιος Ιταλία κατακλύστηκε από μοναχούς του Βυζαντίου, τους λεγομένους βασιλιανούς μοναχούς (monahi vasiliani), οι οποίοι ίδρυσαν μοναστήρια, έκτισαν βυζαντινούς ναούς, που σώζονται μέχρι σήμερα. Οργάνωσαν τα λεγόμενα Scriptoria, δηλαδή τα γνωστά Εργαστήρια, όπου ένας μεγάλος αριθμός καλλιγράφων εργαζόταν για την αντιγραφή και πολλαπλασιασμό χειρογράφων θρησκευτικού, επιστημονικού και ποικίλου άλλου περιεχομένου και διέδωσαν την ορθοδοξία στην περιοχή.
Ακόμη και μετά την κατάκτηση της νοτίου Ιταλίας από τους Νορμανδούς (10ος - 11ος αι.) η ελληνική γλώσσα και οι ελληνικές παραδόσεις κυριαρχούσαν στην περιοχή. Αργότερα με τη Διασπορά και την έξοδο των Ελλήνων προς τη Δύση, κυρίως των ανθρώπων των Γραμμάτων, αναζωογονούνται οι ελληνικές σπουδές και παρατηρείται το φαινόμενο του Ουμανισμού και στη συνέχεια της Αναγέννησης των Κλασσικών Γραμμάτων στην Ιταλία και στην Ευρώπη.
Από την εποχή αυτή και στο εξής, βρίσκουμε αμιγή ελληνικά χωριά στην Καλαβρία και στην Απουλία, που δημιουργήθηκαν και στηρίχτηκαν στην ύπαρξη μερικών πολύ παλαιοτέρων πυρήνων ελληνισμού. Αυτά τα χωριά με την πάροδο του χρόνου έγιναν δίγλωσσα και σήμερα μερικές μειονότητες μόνον ομιλούν ελληνικά, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως π.χ. το χωριό Γαλλιτσιανό, όπου όλοι οι κάτοικοι ομιλούν ελληνική διάλεκτο.
Στην Απουλία, στην περιοχή που ονομάζεται Salento, τη λεγόμενη Grecia, υπάρχουν τα εξής ελληνόφωνα χωριά: Calimera, Castrignano dei Greci, Coriglano d’ Otranto, Martano, Martignano, Soleto, Sternatia, Zollino. Βρίσκονται όλα σε πεδινή και εύφορη περιοχή, επικοινωνούν δε μεταξύ τους και με τα μεγάλα αστικά κέντρα με καλό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο.
Στην Καλαβρία, στην περιοχή που ονομάζεται Bovesia, τα ελληνόφωνα χωριά των λεγομένων Grecanici, όπου τον 19ον αιώνα κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα, είναι: Bova, Gallicino, Roccaforte del Greco, Chorio di Roccaforte, Rochudi, Chorio di Rochudi, Candofuri. Στην παραλιακή κωμόπολη Bova Marina, που δημιουργήθηκε ως επί το πλείστον από την κάθοδο κατοίκων του χωριού Bova, ιδρύθηκε και λειτουργεί σήμερα το Ινστιτούτο Ελληνοφώνων Σπουδών.
Θαυμαστό γεγονός στο πέρασμα των αιώνων είναι, ότι οι πληθυσμοί αυτών των περιοχών διατήρησαν το γλωσσικό τους ιδίωμα, που στην Καλαβρία ονομάζεται Grecaniko και την Απουλία Grico. Η γλώσσα των Ελληνοφώνων της Καλαβρίας και της Απουλίας είναι η Ελληνική. Για αιώνες μιλήθηκε, γράφτηκε, διδάχτηκε και επομένως εξελίχτηκε και έχει τη δική της ιστορική πορεία και διαδρομή. Έτσι, από την αρχή, σχεδόν, του περασμένου αιώνος μέχρι σήμερα έχουν γίνει μελέτες εξαιρετικού ενδιαφέροντος και πολλές ακόμη απομένουν να γίνουν στο μέλλον γλωσσολογικού, λαογραφικού, ιστορικού και φιλολογικού περιεχομένου.
Από το 1565 και μετά η ελληνική γλώσσα των περιοχών αυτών δέχτηκε ένα φοβερό πλήγμα, γιατί καταργήθηκε κάθε λατρεία που δεν υπήκουε στο καθολικό δόγμα και τους παπικούς κανόνες. Έτσι, η ορθόδοξη παράδοση της Νότιας Ιταλίας και επομένως και η ελληνική γλώσσα, αφού απαγορεύτηκε η ανατολική ορθόδοξη λειτουργία, αντικαταστάθηκε από τη λατινική.
Σκληροί υπήρξαν οι αγώνες των Ελληνοφώνων για να διατηρήσουν τη λατρεία τους και τη γλώσσα τους. Το τελευταίο γραπτό μνημείο σε ελληνική γλώσσα είναι το 1574 και γράφτηκε στη Bova, από τον Colucci (Nικολάκη) Garino. Είναι το ανάθεμα εναντίον του (καθολικού) επισκόπου της Bova, του Κυπρίου Σταυριανού, επειδή επέβαλε στους κατοίκους την καθολική λατινική λειτουργία, καταργώντας την ορθόδοξη, αφού πρώτα συνεννοήθηκε με ορισμένους προύχοντες της πόλης. Από τότε στους Ελληνόφωνους γραπτά ελληνικά κείμενα βρίσκουμε μόνον με λατινικούς χαρακτήρες, ενώ διαιωνίζεται η προφορική παράδοση της ελληνικής γλώσσας.
Ένα άλλο βαρύ πλήγμα δέχτηκε η ελληνική γλώσσα των Ελληνοφώνων στη διάρκεια του ιταλικού φασισμού στο διάστημα 1922-1942, όταν απαγορεύτηκαν οι διάλεκτοι σε όλη την Ιταλία και επιβλήθηκε η κοινή Ιταλική της Τοσκάνης. Στους Ελληνόφωνους έλεγαν ότι γρυλίζουν και πρέπει να ντρέπονται για το ιδίωμά τους.
Τελευταία παρατηρείται μια αντίστροφη τάση στους Ελληνόφωνους, δηλαδή μια έντονη διάθεση ανακάλυψης και επιστροφής στις ρίζες, ακόμη μια επίμονη και παθιασμένη προσκόλληση προς οτιδήποτε είναι ελληνικό και μια σοβαρή προσπάθεια ανανέωσης και εμπλουτισμού του γλωσσικού τους οργάνου, με την πρόσληψη νέων στοιχείων της Νεοελληνικής, λέξεων και εκφράσεων.
Ο Οργανισμός για τη Διεθνοποίηση της Ελληνικής Γλώσσας αγωνίζεται επί πολλά έτη για την ενίσχυση των προσπαθειών διατήρησης της ελληνικής διαλέκτου, που ομιλείται με παραλαγές στα ελληνόφωνα χωριά της Απουλίας και της Καλαβρίας.
Ο Ιταλός καθηγητής Κάρμινε Γκρέκο γράφει: Η Γκρήκο διδάσκεται εδώ και πολλά χρόνια στα σχολεία της Σαλεντινής Ελλάδας από ανθρώπους ευαισθητοποιημένους στο πρόβλημα της επιβίωσης της Γκρήκο και ιδιαίτερα σε εκείνα τα σχολεία που διδασκόταν και η Ελληνική Γλώσσα με δασκάλους απεσταλμένους από το Ελληνικό Κράτος.
Ωστόσο μόνον τα τελευταία 5 χρόνια, η Γκρήκο διδασκόταν συστηματικά σε όλα τα σχολεία της Σαλεντινής Ελλάδας. Την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση μιας τέτοιας διδασκαλίας είχε η διεύθυνση του διδακτηρίου του Κοριλιάνο και για την ακρίβεια ο Διευθυντής του Λουίτζι Μαρτάνο, ο οποίος πήρε την πρωτοβουλία να δημιουργήσει δίκτυο και να συνεργασθεί με όλες τις Διευθύνσεις των Δημοτικών Σχολείων και των Γυμνασίων της Σαλεντινής Ελλάδας.
Μια ομάδα καθηγητών συνεργάστηκε για να συντάξει ένα σχέδιο, το οποίο υπέβαλε στο Υπουργείο Παιδείας για έγκριση. Έτσι,από το 2002 το Ιταλικό Υπουργείο Παιδείας επιχορηγεί όλα τα σχολεία της Σαλεντινής Ελλάδας που συνεργάζονται στο δίκτυο. Γι’ αυτόν τον λόγο τα μαθήματα παρακολουθούν μόνον οι μαθητές που κατοικούν σε Ελληνόφωνους Δήμους και όχι από άλλους Δήμους της Γκραιτσία. Η Γκρήκο είναι υποχρεωτική για όλους τους μαθητές και διδάσκεται εντός του κανονικού ωραρίου.
Η καθηγήτρια του Λυκείου του Κοριλιάνο Ντ’ Οτράντο Μαρία Μαρτσιανό γράφει: Με μεγάλο ενθουσιασμό μιλώ ξανά και ξανά για τη μητρική μου γλώσσα, την Γκρήκο. Υπήρξαν μαύρα χρόνια, στα οποία οι συνάνθρωποί μου, εξαιτίας της χρήσεως αυτής της προγονικής διαλέκτου, υπέστησαν φοβερούς εξευτελισμούς με αδιανόητες υποτιμητικές προσφωνήσεις.
Με τον καιρό, όμως, η κατάσταση άλλαξε. Κάποιος που είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει, συνέχισε να εκφράζεται με τη «δική του» γλώσσα, που είχε τόσο καταπολεμηθεί. Έπειτα, τα τελευταία 20 χρόνια, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πρώτα και εν συνεχεία ο ιταλικός νόμος 482 του 1999, θέσπισε τη νόμιμη αναγνώριση της Ιστορικής και Πολιτιστικής αξίας της μειονοτικής μας Γλώσσας. Πράγματι, αληθεύει η λαϊκή ρήση: «Ο επιμένων νικά!».
Οι δύο Ιταλοί καθηγητές γράφουν και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα. Ας αρκεστούμε, όμως, σ’ αυτά. Εκείνο που πρέπει να τονίσουμε ιδιαιτέρως είναι αυτό που είδαμε πιο πάνω: Η παπική Εκκλησία έδειξε τα δόντια της στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία και στην περίπτωση των Ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας.
Μετά το πλήγμα που δέχτηκε το Βατικανό από τον Λούθηρο και τους άλλους μεταρρυθμιστές συγκάλεσε τη Σύνοδο του Τρέντο (ή Τρίδεντο) το 1545 και διήρκεσε 18 χρόνια (1563). Βασική απόφαση η δίωξη των αιρετικών (Προτεσταντών). Βρήκε τότε την ευκαιρία να χτυπήσει τους Ελληνόφωνους Ορθοδόξους της Κάτω Ιταλίας. Την ηγεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας τότε «έσκιαζε η φοβέρα και πλάκωνε η σκλαβιά». Έτσι, ο Πάπας ανενόχλητος έπραξε αυτό που δεν έκαμαν οι Οθωμανοί κατακτητές στην υπόδουλη Ανατολή. Κατάργησε κάθε λατρεία που δεν υπήκουε στο Καθολικό δόγμα και τους παπικούς κανόνες. Η νότια Ιταλία, άλλωστε τότε περιλαμβάνονταν στο κράτος του Πάπα. Έτσι, η ορθόδοξη παράδοση της νότιας Ιταλίας και επομένως και η ελληνική γλώσσα, αφού απαγορεύτηκε η ανατολική ορθόδοξη λειτουργία, αντικαταστάθηκε από τη λατινική.
Με τους Τούρκους διατηρήσαμε και τη γλώσσα και την Ορθοδοξία. Τι θα γινότανε, όμως, αν γινότανε η ένωση των Εκκλησιών, όπως ήθελε η Σύνοδος της Φλωρεντίας το 1439;

Αναδημοσίευση από τον Π.Λ.
Γράφει: Αθανάσιος Δέμος