Στο φως ο «άγνωστος» πόλεμος της Αλβανίας
Αυτής που ποτέ μέχρι σήμερα δεν μαθαμε στην δωρεάν δημοσια παιδεία της πατρίδας μαςΣτο φως ο «άγνωστος» πόλεμος της Αλβανίας
από xylino spathi » 12:41 pm 28 04 2006
ΣΤΟΥΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΟΥ «ΟΧΙ» * ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ 58 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΕΠΕΣΑΝ ΣΑΝ ΗΡΩΕΣ, ΑΛΛΑ ΞΕΧΑΣΤΗΚΑΝ ΣΤΑ ΑΛΒΑΝΙΚΑ ΒΟΥΝΑ
Στις καρδιές τους οι Έλληνες στρατιώτες
Εμπόριο βίζας με τα οστά...
Ταυτότητες τρυπημένες από σφαίρες
«Άκαρπη γη» για τους νεκρούς
Νεκροταφείο σε ιδιωτικό μέρος
Στο φως ο «άγνωστος» πόλεμος της Αλβανίας
ΠΑΝΟΣ ΜΠΑΙΛΗΣ
Έπεσαν σαν ήρωες. Δοξάστηκαν και τιμήθηκαν σαν ήρωες. Θάφτηκαν όπως-όπως. Ξεχάστηκαν από όλους στην απόλυτη ηρεμία των αλβανικών βουνών. Όμως, σήμερα σχεδόν 58 χρόνια μετά, έρχεται σιγά-σιγά στο φως ο «άγνωστος» πόλεμος της Αλβανίας με στοιχεία και ντοκουμέντα που τώρα συγκεντρώνονται και παραδίδονται από τους Ιταλούς, τον αλβαβνικό στρατό, αλλά και πολλούς ελληνικής καταγωγής που εδώ και χρόνια έχουν φροντίσει να εντοπίσουν τους χιλιάδες νεκρούς, να τους καταγράψουν να τους ενταφιάσουν.
Στους Βουλιαράτες ο Δημήτρης Μπάκος ήταν ένας από αυτούς που πρόσφερε το κτήμα του για να ταφούν 50 Έλληνες στρατιώτες. Βρήκε τα ονόματά τους, τα κατέγραψε και σήμερα έξω από το χωριό υπάρχει το μοναδικό νεκροταφείο στην Αλβανία, που οι στρατιώτες δεν είναι άγνωστοι.
Στα άλλα και πρόκειται για δεκάδες που τα έχουν εντοπίσει κυρίως οι Ιταλοί, τίποτε δεν τους θυμίζει. Στοιχεία δεν υπάρχουν, και σαν να μην έφτανε αυτό, πολλοί Αλβανοί πάνε έως εκεί, ξεθάβουν οστά και τα πηγαίνουν ακόμη και στο προξενείο Αργυροκάστρου ζητώντας βίζες, όπως έγινε πρόσφατα στην Κλεισούρα, που κάποιοι ανάμεσά τους και ένας αστυνομικός εξαφάνισαν οστά περιμένοντας να τους δοθεί βίζα.
Το μόνο παρήγορο είναι ότι οι Έλληνες της Αλβανίας προσπαθούν να τους εντοπίσουν και να τους τιμήσουν. Ήταν δίπλα τους στις δύσκολες ώρες του πολέμου. Τους είδαν νεκρούς. Τους είδαν χωρίς χέρια, χωρίς πόδια. Να κλαίνε. Να τραγουδάνε. Να νοσηλεύονται στα σπίτια τους με τον θάνατο να τους κοιτάζει κατάματα...
Ο Στέφανος Γκάζικας με τη γυναίκα του στην πόρτα του σπιτιού τους το οποίο το 1940 είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο. Ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να ξεχάσει τους στρατιώτες με τα κομμένα πόδια. Τους νεκρούς. Ήταν δίπλα τους, όπως και οι περισσότεροι στους Βουλιαράτες που είχαν μετατρέψει τα σπίτια τους σε κλινικές
ΕΙΝΑΙ 76 χρόνων. Το σπίτι του με τα πολλά δωμάτια και τις καθαρές αυλές στους Βουλιαράτες, ένα από τα πιο όμορφα χωριά στη Βόρειο Ήπειρο, το 1940 ήταν ένα από τα πολλά νοσοκομεία που έστησε πρόχειρα ο Ελληνικός Στρατός στην περιοχή. Ακόμη και σήμερα ο κ. Στέφανος Γκάζικας είναι σαν να ακούει τις κραυγές των πληγωμένων, τα τραγούδια τους, τα κλάματά τους. Θυμάται έναν Φίλιππο που είχε χτυπηθεί από οβίδα. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Θυμάται ακόμη έναν νεαρό Ηπειρώτη που πέθανε στα πόδια του. Μ' ένα τσίπουρο είναι έτοιμος να τραγουδήσει και το αγαπημένο τραγούδι των τραυματιών: «Στεναχωριούνται στο γιακά και βγαίνουν στον αέρα. Ταχυδρομείο κάνουνε τη νύχτα και τη μέρα». Για την ψείρα έλεγαν οι στρατιώτες. Για το μεγάλο βάσανο, όταν θέλανε να ξεχάσουν τα κομμένα πόδια, τα κρυοπαγήματα, τον θάνατο που κατέβαινε από το «προσήλιο το βουνό που είχαν καταλάβει από τους Ιταλούς και μάλιστα χωρίς πολεμοφόδια».
ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΝ
Ο Θοδωρής Κύρος βρήκε και έθαψε στο Πλατύ Βουνό τον αξιωματικό Ζακυνθινό. Πήγαινε συχνά στο σημείο. Αν και έχει ενημερώσει, κανείς δεν φρόντισε για την εκταφή. Και δεν είναι μακριά. Μία ώρα με τα πόδια από τους Γεωργουτσάτες
Ο κ. Στέφανος και όλοι εδώ για τους Έλληνες στρατιώτες λένε. Άλλωστε είναι το μοναδικό χωριό που κατάφερε να κάνει ένα νεκροταφείο όπου βρίσκονται θαμμένοι 150 στρατιώτες. «Πώς να τους ξεχάσουμε; Ζήσαμε τον πόλεμο μαζί τους. Θυμάμαι έναν αξιωματικό από την Κρήτη, τον Αρχοντάκη, που ερχόταν σπίτι το βράδυ. Που όλο μιλούσε για νίκες. Θυμάμαι ακόμη εκείνα τα νέα παιδιά που τους κατεβάζαμε τραυματίες από το βουνό πάνω σε κουβέρτες, που δεν γνώριζαν ότι τους έχουν κόψει τα πόδια, που φώναζαν τη μάνα τους, τα αδέλφια τους, τους δικούς τους μέσα στο παραμιλητό τους κι εμείς να στεκόμαστε πάνω από το κεφάλι τους χωρίς να μπορούμε να πούμε τίποτε». Η κυρία Σοφία Γκάζικα ήταν τότε 20 χρόνων. Όλα μπροστά της. Το χωριό της ήταν ένα απέραντο νοσοκομείο κι αυτή, όπως και όλες οι κοπελιές του χωριού, εθελόντρια στον άλλον αγώνα, τον πιο σκληρό, να κάνει τους τραυματίες να γελάσουν και ας μην είχαν πόδια.
Καθώς ανεβαίνεις τον δρόμο για την πλατεία όλοι κάτι έχουν να σου πουν. Ο κυρ Θόδωρος είναι σαν να ακούει ακόμη την κραυγή «αέρα!». «Φούσκωστον στο μπούτι!», μια άλλη φράση που ακουγόταν συχνά από τους Έλληνες στρατιώτες όταν πια τους τελείωναν τα πολεμοφόδια και ορμούσαν στους Ιταλούς με το όπλο ή και με πέτρες ακόμη! Ακόμη θυμάται εκείνους τους δύο φαντάρους (από τότε δεν τους ξαναείδε) που προσπάθησαν να σταματήσουν με κουβέρτες δύο ιταλικά τανκς που προσπάθησαν να πάρουν τις «πλάτες των Ελλήνων».
ΝΙΩΘΑΜΕ ΣΚΛΑΒΟΙ
Ο μπαρμπα-Κώστας Χαρίτος ήταν από αυτούς που προκάλεσε την τύχη του. Είχε επιστρατευθεί από τους Αλβανούς. Κάποια στιγμή έφυγε και πέρασε στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Το πλήρωσε αυτό και μετά, όταν επί Χότζα ξαναπήγε φαντάρος στα σύνορα με το Κοσσυφοπέδιο. «Δεν ξέρω, ήταν που εμείς νιώθαμε σκλάβοι και περιμέναμε πώς και πώς να δούμε Έλληνα; Μπορεί. Εκείνοι οι φαντάροι μάς φαίνονταν άγγελοι. Έτσι όπως φώναζαν, έτσι όπως ανέβαιναν το βουνό, έτσι όπως πολεμούσαν, για μας ήταν άγγελοι. Θυμάμαι έναν λοχία που, αν και πλημμυρισμένος στα αίματα, φώναζε ότι θα νικήσουμε. Ό,τι και αν του κόψανε τα πόδια, μόλις γυρίσει στην Ελλάδα θα βάλει άλλα».
Στους Γεωργουτσάτες, ο Θοδωρής Κύρος την περίοδο του πολέμου ήταν βοσκός. Ανέβηκε πολλές φορές στο Πλατύ Βουνό, εκεί όπου έγιναν οι πιο σκληρές μάχες. Μια από εκείνες τις μέρες, παιδί τότε, ανέβηκε ως πάνω. Σε μια ράχη βρήκε ένα σταυρό: «Ζώης Ζακυνθινός 1912 - 1940». Κάτω από μερικές πλάκες ήταν ένας αξιωματικός. Έσκαψε με τα χέρια του, τον έθαψε και του έχουν μείνει ακόμη στο μυαλό οι κίτρινες μπότες. Σήμερα, ακόμη, εκεί στη ράχη πάει και βλέπει τον τάφο του ταγματάρχη. Ακόμη δεν βρέθηκε κανείς να πάει από εκεί, ν' ανάψει ένα κερί. Το έχει παράπονο. Όλοι αυτό το έχουν παράπονο, εκεί. Μπορεί τα βουνά να απέχουν λίγα χιλιόμετρα από την Ελλάδα, αλλά είναι τόσο μακριά, ακόμη και γι' αυτούς που ζουν εκεί, καθώς το προηγούμενο καθεστώς της Αλβανίας απαγόρευε κάθε αναφορά στο θέμα, κάθε εκδήλωση.
Ο Ισμαήλ Χότζα, παλιός αξιωματικός του αλβανικού στρατού, βρήκε στο κτήμα του οστά. Ενημέρωσε διαφόρους. Στη συνέχεια τα παρέδωσε σ' έναν αστυνομικό, ο οποίος τα εξαφάνισε, γιατί δεν του έδωσαν βίζα. Στον κήπο του υπάρχουν δεκάδες τάφοι. Τους βρήκε καθώς όργωνε. Αλλά δεν ασχολήθηκε πλέον. Φύτεψε στο νεκροταφείο λαχανικά και περιμένει τις ελληνικές αρχές να πληρώσουν για την εκταφή και φυσικά να του δώσουν και βίζες...
ΩΣ ΚΑΙ ΟΣΤΑ των Ελλήνων στρατιωτών από τον πόλεμο του '40 βρίσκουν Αλβανοί και ειδοποιούν τις προξενικές αρχές, με μόνο σκοπό την εξασφάλιση βίζας. Ένας από αυτούς, ο Ισμαήλ Χότζα, στην Κλεισούρα, βρήκε τάφους Ελλήνων στο κτήμα του σκάβοντας για τα θεμέλια ενός κτίσματος. Ως παλιός αξιωματικός του αλβανικού στρατού, όπως λέει, θεώρησε καλό να ειδοποιήσει το προξενείο.
Στη συνέχεια τα οστά τα έδωσε σε έναν αστυνομικό και αυτός με τη σειρά του ζήτησε βίζες. Από 'κεί και ύστερα τα οστά δεν βρίσκονται πουθενά.
Ο Ισμαήλ δεν έχει κανένα πρόβλημα. «Μπορούμε εδώ που είμαστε να σκάψουμε και σε μια ώρα να σας ξεθάψω κι άλλα». Στον κήπο του (έχει φυτέψει λαχανικά), πριν από λίγους μήνες, καθώς όργωνε βρήκε πολλά. Τα ξανάθαψε. Έτσι λέει, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν. Και αν ο ίδιος δεν τα χρησιμοποιήσει για βίζα, όλο και κάποιος θα τα χρειαστεί. Όπως συμβαίνει συχνά τον τελευταίο καιρό.
«Σε όλη την Αλβανία υπάρχουν χιλιάδες σημεία όπου έχουν ταφεί Έλληνες στρατιώτες. Τα τελευταία χρόνια, που έγινε γνωστό ότι υπάρχει ενδιαφέρον από την ελληνική πλευρά, διάφοροι Αλβανοί φέρουν μαζί τους οστά που ισχυρίζονται ότι είναι στρατιωτών. Για να τα παραδώσουν, ζητούν βίζες. Είναι ένα από τα πιο πολύπλοκα προβλήματα. Εμείς δεν έχουμε προς το παρόν τη δυνατότητα να διασταυρώσουμε αν όντως είναι έτσι. Προσπαθούμε, και βεβαίως θα πρέπει αυτό το θέμα να κλείσει», έλεγε χθες στα «ΝΕΑ» προξενική αρχή που ασχολείται με το θέμα τα τελευταία χρόνια.
Όμως τα σημεία όπου οι Αλβανοί ισχυρίζονται ότι βρίσκουν τα οστά των νεκρών είναι καταγεγραμμένα από τον ιταλικό στρατό ως νεκροταφεία. Άλλωστε αυτά είναι και τα μοναδικά στοιχεία, τα αρχεία των Ιταλών, που από το 1960 έχουν καταγράψει τα πάντα.
Η τρύπα στην ταυτότητα δείχνει ότι τη βρήκε στην καρδιά του Βασιλείου Ρ. Το στοιχείο διασώθηκε από τους Ιταλούς, οι οποίοι το 1960 πήγαν στην Κλεισούρα και κατέγραψαν τους νεκρούς. Τους δικούς τους φαντάρους τούς μετέφεραν στην πατρίδα τους. Τους Έλληνες τους έθαψαν πάλι στο κτήμα μεταξύ Τεπρένιτσας και Γκόλικα. Εκεί βρίσκονται ο λοχίας Αγγενοτάου Αθανάσιος από τη Βέροια και ο Ευθύμιος Πολίτης, ανθυπολοχαγός Πεζικού
«Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ μπάρμπα Φίλιππα για το κοκκινέλι που μου πρόσφερες για να συνεχίσω την αποστολή μου. Χρήστος Αντωνάτος, λοχαγός. Δέλβινο, 1940». Ένα από τα γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Το κράτησε ο δάσκαλος της Δερβιτσάνης Δημήτρης Τσούρης. Ήταν ένα από σημειώματα που βρέθηκαν στα ρούχα των στρατιωτών, τα περισσότερα είχαν καταστραφεί, ενώ πολλά έχουν σταλεί στις οικογένειες των νεκρών.
Αυτοί που έχουν συγκεντρώσει τα περισσότερα είναι οι Ιταλοί, κυρίως από τους Έλληνες που πολέμησαν στην Κλεισούρα. Τρεις από τις ταυτότητες που βρέθηκαν μέσω Ιταλίας στα χέρια των ελληνικών αρχών είναι τρυπημένες από τις σφαίρες. Βρέθηκαν στα ρούχα των φαντάρων κατά την εκταφή που έγινε το 1960 και ήδη βρίσκονται στα χέρια των Ελλήνων που ασχολούνται με τη διακρίβωση των Ελλήνων.
Ο Χακίμ Ζέκα ήταν ένας από αυτούς που βοήθησαν τους Ιταλούς να θάψουν τους νεκρούς σε μια έκταση 20 στρεμμάτων στην Κλεισούρα. Ως πρόεδρος του τοπικού συνεταιρισμού, δεν επέτρεψε να καλλιεργηθεί το μέρος. Η ίδια η κυβέρνηση Χότζα την είχε χαρακτηρίσει «άκαρπη γη». Σήμερα εκεί υπάρχει ένας ξύλινος σταυρός που με δυσκολία διακρίνεται. Επτακόσιοι είκοσι Έλληνες έχουν ταφεί εδώ, σύμφωνα με τους Ιταλούς
Ακόμη άγρια εκείνα τα στενά της Κλεισούρας. Ακόμη όπως ήταν τότε, εκτός από μερικά δέντρα που έχουν φυτέψει στους πρόποδες. Εκεί Ιταλοί και Έλληνες έδωσαν μάχη σώμα με σώμα. Μάτωσαν όλοι. Έμειναν τα κορμιά τους στις ράχες και στα νερά του Αώου. Και μόνον όταν σταμάτησε ο πόλεμος βγήκαν οι ντόπιοι ελληνικής και αλβανικής καταγωγής και άρχισαν να συγκεντρώνουν τους νεκρούς. Με τη βοήθεια Ιταλών, τους έθαψαν όλους μαζί σε ένα χωράφι που αργότερα ο τοπικός συνεταιρισμός το πέρασε στα χαρτιά ως «άκαρπη γη» για να μην το καλλιεργούν. Αργότερα, κάπου στα 1960, οι Ιταλοί τους ξέθαψαν, πήραν τους δικούς τους και τους υπόλοιπους, τους Έλληνες, τους άφησαν εκεί...
Ο Χακίμ Ζέκα ήταν επί Χότζα πρόεδρος του Συνεταιρισμού Κλεισούρας. Ήταν ο άνθρωπος που απαγόρευσε να καλλιεργούν το μέρος. «Δεν γινόταν διαφορετικά. Ήμουν κι εγώ με αυτούς που κατέβαζαν τους νεκρούς από την Τρεμπεσίνα και το Γκόλικ (Γκόλικα, το έλεγαν οι Έλληνες) και τους έθαβαν». Ήταν από αυτούς που, κρυμμένος πίσω από τις πέτρες, έβλεπε τους στρατιώτες να κατρακυλάνε στο χιόνι, να πέφτουν στα νερά του Αώου και να καταλαμβάνουν τα υψώματα, εκτός από ένα που κατείχαν οι Ιταλοί. «Εμείς λέμε εδώ ότι τα παλικάρια έχουν παρέα μόνο τον εαυτό τους. Έτσι ήταν και οι Έλληνες. Τους έβλεπες μόνοι τους να ανεβαίνουν με σκοινιά και να βρίσκονται πίσω από τους Ιταλούς. Ήταν κάτι που δεν το χωράει νους του ανθρώπου, ήταν τρέλα». Με την κουβέντα, τα πρόβατά του πάνε στο χωράφι με τα μνήματα. Τρέχει να τα μαζέψει. «Οι νεκροί είναι νεκροί. Πρέπει να τους σεβόμαστε. Εγώ είμαι Αλβανός, αλλά αυτά τα παιδιά που βρίσκονται εδώ δεν πρέπει να τα πατάμε».
Ξαναγυρνάει στο 1940 και επιμένει να διηγηθεί μια ιστορία. «Να, εκεί, λένε ότι βρήκαν έναν Ιταλό και έναν Έλληνα φαντάρο να έχουν καρφώσει ο ένας την ξιφολόγχη στην καρδιά του άλλου και να έχουν μείνει και οι δυο νεκροί, αλλά έμοιαζαν σαν αγκαλιασμένοι. Έτσι τους βρήκαν παγωμένους μέσα στο χιόνι».
Πολλές οι ανάλογες εικόνες στα στενά της Κλεισούρας. Κάθε μία και μια ιστορία, όπου εκεί οι μεγάλοι τη διηγούνται σαν παραμύθι στα παιδιά τους.
Στο κτήμα του Δημήτρη Μπάκου, στο χωριό Βουλιαράτες, έχουν ταφεί 50 Έλληνες στρατιώτες. Έβαζε κωδικούς στους σταυρούς, που αντιστοιχούν στα ονόματα των νεκρών. Ο ίδιος φρόντισε και διατήρησε όσα στοιχεία βρήκε. Μόνο που μέχρι σήμερα, πέραν κάποιων επισήμων, κανείς δεν πήγε για να αναζητήσει τους δικούς του
ΣΤΟΥΣ Βουλιαράτες, εκεί που όλο το χωριό είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο επειδή δεν υπήρχε νεκροταφείο, ο Δημήτρης Μπάκος, ελληνικής καταγωγής, πρόσφερε ένα ιδιωτικό μέρος. Εκεί ετάφησαν περί τα 50 άτομα. Ο ίδιος ημέρα με την ημέρα συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία. Και έτσι σήμερα υπάρχει ένας πλήρης κατάλογος με τα στοιχεία των νεκρών. Μάλιστα, για να μην καταστραφεί το μέρος κατά την περίοδο του Χότζα, είχε βγάλει τους σταυρούς. Σήμερα ο χώρος έχει περιφραχθεί και έτσι οι στρατιώτες και οι νεκροί δεν είναι πλέον άγνωστοι.
Τα ονόματά τους τα μνημονεύει συχνά ο παπα-Λάζαρος, άνω των 90 χρόνων, που κατηφορίζει με δυσκολία τον χωμάτινο δρόμο. Στέκει στην αρχή και με ένα μισοκατεστραμμένο πετραχήλι και ένα κερί ψάλλει υπέρ αναπαύσεως της ψυχής των Ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών. Τώρα εκεί θέλουν να διαμορφώσουν τον χώρο. Να κάνουν μουσείο και οστεοφυλάκιο. Όπως θέλουν να κάνουν στο Δέλβινο και στην Κλεισούρα, όπου το μόνο που θυμίζει τις μάχες είναι ένας απλός μικρός ξύλινος σταυρός, ο οποίος τοποθετήθηκε πριν από δύο μήνες.
Στους Βουλιαράτες υπάρχει και η λίστα με τα ονόματα των νεκρών. Οι περισσότεροι ήταν τραυματίες και είχαν καταγραφεί από τους ντόπιους.
ΤΑ ΝΕΑ , 27/10/1998 , Σελ.: N16
Κωδικός άρθρου: A16276N161
ID: 100114
Στις καρδιές τους οι Έλληνες στρατιώτες
Εμπόριο βίζας με τα οστά...
Ταυτότητες τρυπημένες από σφαίρες
«Άκαρπη γη» για τους νεκρούς
Νεκροταφείο σε ιδιωτικό μέρος
Στο φως ο «άγνωστος» πόλεμος της Αλβανίας
ΠΑΝΟΣ ΜΠΑΙΛΗΣ
Έπεσαν σαν ήρωες. Δοξάστηκαν και τιμήθηκαν σαν ήρωες. Θάφτηκαν όπως-όπως. Ξεχάστηκαν από όλους στην απόλυτη ηρεμία των αλβανικών βουνών. Όμως, σήμερα σχεδόν 58 χρόνια μετά, έρχεται σιγά-σιγά στο φως ο «άγνωστος» πόλεμος της Αλβανίας με στοιχεία και ντοκουμέντα που τώρα συγκεντρώνονται και παραδίδονται από τους Ιταλούς, τον αλβαβνικό στρατό, αλλά και πολλούς ελληνικής καταγωγής που εδώ και χρόνια έχουν φροντίσει να εντοπίσουν τους χιλιάδες νεκρούς, να τους καταγράψουν να τους ενταφιάσουν.
Στους Βουλιαράτες ο Δημήτρης Μπάκος ήταν ένας από αυτούς που πρόσφερε το κτήμα του για να ταφούν 50 Έλληνες στρατιώτες. Βρήκε τα ονόματά τους, τα κατέγραψε και σήμερα έξω από το χωριό υπάρχει το μοναδικό νεκροταφείο στην Αλβανία, που οι στρατιώτες δεν είναι άγνωστοι.
Στα άλλα και πρόκειται για δεκάδες που τα έχουν εντοπίσει κυρίως οι Ιταλοί, τίποτε δεν τους θυμίζει. Στοιχεία δεν υπάρχουν, και σαν να μην έφτανε αυτό, πολλοί Αλβανοί πάνε έως εκεί, ξεθάβουν οστά και τα πηγαίνουν ακόμη και στο προξενείο Αργυροκάστρου ζητώντας βίζες, όπως έγινε πρόσφατα στην Κλεισούρα, που κάποιοι ανάμεσά τους και ένας αστυνομικός εξαφάνισαν οστά περιμένοντας να τους δοθεί βίζα.
Το μόνο παρήγορο είναι ότι οι Έλληνες της Αλβανίας προσπαθούν να τους εντοπίσουν και να τους τιμήσουν. Ήταν δίπλα τους στις δύσκολες ώρες του πολέμου. Τους είδαν νεκρούς. Τους είδαν χωρίς χέρια, χωρίς πόδια. Να κλαίνε. Να τραγουδάνε. Να νοσηλεύονται στα σπίτια τους με τον θάνατο να τους κοιτάζει κατάματα...
Ο Στέφανος Γκάζικας με τη γυναίκα του στην πόρτα του σπιτιού τους το οποίο το 1940 είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο. Ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να ξεχάσει τους στρατιώτες με τα κομμένα πόδια. Τους νεκρούς. Ήταν δίπλα τους, όπως και οι περισσότεροι στους Βουλιαράτες που είχαν μετατρέψει τα σπίτια τους σε κλινικές
ΕΙΝΑΙ 76 χρόνων. Το σπίτι του με τα πολλά δωμάτια και τις καθαρές αυλές στους Βουλιαράτες, ένα από τα πιο όμορφα χωριά στη Βόρειο Ήπειρο, το 1940 ήταν ένα από τα πολλά νοσοκομεία που έστησε πρόχειρα ο Ελληνικός Στρατός στην περιοχή. Ακόμη και σήμερα ο κ. Στέφανος Γκάζικας είναι σαν να ακούει τις κραυγές των πληγωμένων, τα τραγούδια τους, τα κλάματά τους. Θυμάται έναν Φίλιππο που είχε χτυπηθεί από οβίδα. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Θυμάται ακόμη έναν νεαρό Ηπειρώτη που πέθανε στα πόδια του. Μ' ένα τσίπουρο είναι έτοιμος να τραγουδήσει και το αγαπημένο τραγούδι των τραυματιών: «Στεναχωριούνται στο γιακά και βγαίνουν στον αέρα. Ταχυδρομείο κάνουνε τη νύχτα και τη μέρα». Για την ψείρα έλεγαν οι στρατιώτες. Για το μεγάλο βάσανο, όταν θέλανε να ξεχάσουν τα κομμένα πόδια, τα κρυοπαγήματα, τον θάνατο που κατέβαινε από το «προσήλιο το βουνό που είχαν καταλάβει από τους Ιταλούς και μάλιστα χωρίς πολεμοφόδια».
ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΝ
Ο Θοδωρής Κύρος βρήκε και έθαψε στο Πλατύ Βουνό τον αξιωματικό Ζακυνθινό. Πήγαινε συχνά στο σημείο. Αν και έχει ενημερώσει, κανείς δεν φρόντισε για την εκταφή. Και δεν είναι μακριά. Μία ώρα με τα πόδια από τους Γεωργουτσάτες
Ο κ. Στέφανος και όλοι εδώ για τους Έλληνες στρατιώτες λένε. Άλλωστε είναι το μοναδικό χωριό που κατάφερε να κάνει ένα νεκροταφείο όπου βρίσκονται θαμμένοι 150 στρατιώτες. «Πώς να τους ξεχάσουμε; Ζήσαμε τον πόλεμο μαζί τους. Θυμάμαι έναν αξιωματικό από την Κρήτη, τον Αρχοντάκη, που ερχόταν σπίτι το βράδυ. Που όλο μιλούσε για νίκες. Θυμάμαι ακόμη εκείνα τα νέα παιδιά που τους κατεβάζαμε τραυματίες από το βουνό πάνω σε κουβέρτες, που δεν γνώριζαν ότι τους έχουν κόψει τα πόδια, που φώναζαν τη μάνα τους, τα αδέλφια τους, τους δικούς τους μέσα στο παραμιλητό τους κι εμείς να στεκόμαστε πάνω από το κεφάλι τους χωρίς να μπορούμε να πούμε τίποτε». Η κυρία Σοφία Γκάζικα ήταν τότε 20 χρόνων. Όλα μπροστά της. Το χωριό της ήταν ένα απέραντο νοσοκομείο κι αυτή, όπως και όλες οι κοπελιές του χωριού, εθελόντρια στον άλλον αγώνα, τον πιο σκληρό, να κάνει τους τραυματίες να γελάσουν και ας μην είχαν πόδια.
Καθώς ανεβαίνεις τον δρόμο για την πλατεία όλοι κάτι έχουν να σου πουν. Ο κυρ Θόδωρος είναι σαν να ακούει ακόμη την κραυγή «αέρα!». «Φούσκωστον στο μπούτι!», μια άλλη φράση που ακουγόταν συχνά από τους Έλληνες στρατιώτες όταν πια τους τελείωναν τα πολεμοφόδια και ορμούσαν στους Ιταλούς με το όπλο ή και με πέτρες ακόμη! Ακόμη θυμάται εκείνους τους δύο φαντάρους (από τότε δεν τους ξαναείδε) που προσπάθησαν να σταματήσουν με κουβέρτες δύο ιταλικά τανκς που προσπάθησαν να πάρουν τις «πλάτες των Ελλήνων».
ΝΙΩΘΑΜΕ ΣΚΛΑΒΟΙ
Ο μπαρμπα-Κώστας Χαρίτος ήταν από αυτούς που προκάλεσε την τύχη του. Είχε επιστρατευθεί από τους Αλβανούς. Κάποια στιγμή έφυγε και πέρασε στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Το πλήρωσε αυτό και μετά, όταν επί Χότζα ξαναπήγε φαντάρος στα σύνορα με το Κοσσυφοπέδιο. «Δεν ξέρω, ήταν που εμείς νιώθαμε σκλάβοι και περιμέναμε πώς και πώς να δούμε Έλληνα; Μπορεί. Εκείνοι οι φαντάροι μάς φαίνονταν άγγελοι. Έτσι όπως φώναζαν, έτσι όπως ανέβαιναν το βουνό, έτσι όπως πολεμούσαν, για μας ήταν άγγελοι. Θυμάμαι έναν λοχία που, αν και πλημμυρισμένος στα αίματα, φώναζε ότι θα νικήσουμε. Ό,τι και αν του κόψανε τα πόδια, μόλις γυρίσει στην Ελλάδα θα βάλει άλλα».
Στους Γεωργουτσάτες, ο Θοδωρής Κύρος την περίοδο του πολέμου ήταν βοσκός. Ανέβηκε πολλές φορές στο Πλατύ Βουνό, εκεί όπου έγιναν οι πιο σκληρές μάχες. Μια από εκείνες τις μέρες, παιδί τότε, ανέβηκε ως πάνω. Σε μια ράχη βρήκε ένα σταυρό: «Ζώης Ζακυνθινός 1912 - 1940». Κάτω από μερικές πλάκες ήταν ένας αξιωματικός. Έσκαψε με τα χέρια του, τον έθαψε και του έχουν μείνει ακόμη στο μυαλό οι κίτρινες μπότες. Σήμερα, ακόμη, εκεί στη ράχη πάει και βλέπει τον τάφο του ταγματάρχη. Ακόμη δεν βρέθηκε κανείς να πάει από εκεί, ν' ανάψει ένα κερί. Το έχει παράπονο. Όλοι αυτό το έχουν παράπονο, εκεί. Μπορεί τα βουνά να απέχουν λίγα χιλιόμετρα από την Ελλάδα, αλλά είναι τόσο μακριά, ακόμη και γι' αυτούς που ζουν εκεί, καθώς το προηγούμενο καθεστώς της Αλβανίας απαγόρευε κάθε αναφορά στο θέμα, κάθε εκδήλωση.
Ο Ισμαήλ Χότζα, παλιός αξιωματικός του αλβανικού στρατού, βρήκε στο κτήμα του οστά. Ενημέρωσε διαφόρους. Στη συνέχεια τα παρέδωσε σ' έναν αστυνομικό, ο οποίος τα εξαφάνισε, γιατί δεν του έδωσαν βίζα. Στον κήπο του υπάρχουν δεκάδες τάφοι. Τους βρήκε καθώς όργωνε. Αλλά δεν ασχολήθηκε πλέον. Φύτεψε στο νεκροταφείο λαχανικά και περιμένει τις ελληνικές αρχές να πληρώσουν για την εκταφή και φυσικά να του δώσουν και βίζες...
ΩΣ ΚΑΙ ΟΣΤΑ των Ελλήνων στρατιωτών από τον πόλεμο του '40 βρίσκουν Αλβανοί και ειδοποιούν τις προξενικές αρχές, με μόνο σκοπό την εξασφάλιση βίζας. Ένας από αυτούς, ο Ισμαήλ Χότζα, στην Κλεισούρα, βρήκε τάφους Ελλήνων στο κτήμα του σκάβοντας για τα θεμέλια ενός κτίσματος. Ως παλιός αξιωματικός του αλβανικού στρατού, όπως λέει, θεώρησε καλό να ειδοποιήσει το προξενείο.
Στη συνέχεια τα οστά τα έδωσε σε έναν αστυνομικό και αυτός με τη σειρά του ζήτησε βίζες. Από 'κεί και ύστερα τα οστά δεν βρίσκονται πουθενά.
Ο Ισμαήλ δεν έχει κανένα πρόβλημα. «Μπορούμε εδώ που είμαστε να σκάψουμε και σε μια ώρα να σας ξεθάψω κι άλλα». Στον κήπο του (έχει φυτέψει λαχανικά), πριν από λίγους μήνες, καθώς όργωνε βρήκε πολλά. Τα ξανάθαψε. Έτσι λέει, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν. Και αν ο ίδιος δεν τα χρησιμοποιήσει για βίζα, όλο και κάποιος θα τα χρειαστεί. Όπως συμβαίνει συχνά τον τελευταίο καιρό.
«Σε όλη την Αλβανία υπάρχουν χιλιάδες σημεία όπου έχουν ταφεί Έλληνες στρατιώτες. Τα τελευταία χρόνια, που έγινε γνωστό ότι υπάρχει ενδιαφέρον από την ελληνική πλευρά, διάφοροι Αλβανοί φέρουν μαζί τους οστά που ισχυρίζονται ότι είναι στρατιωτών. Για να τα παραδώσουν, ζητούν βίζες. Είναι ένα από τα πιο πολύπλοκα προβλήματα. Εμείς δεν έχουμε προς το παρόν τη δυνατότητα να διασταυρώσουμε αν όντως είναι έτσι. Προσπαθούμε, και βεβαίως θα πρέπει αυτό το θέμα να κλείσει», έλεγε χθες στα «ΝΕΑ» προξενική αρχή που ασχολείται με το θέμα τα τελευταία χρόνια.
Όμως τα σημεία όπου οι Αλβανοί ισχυρίζονται ότι βρίσκουν τα οστά των νεκρών είναι καταγεγραμμένα από τον ιταλικό στρατό ως νεκροταφεία. Άλλωστε αυτά είναι και τα μοναδικά στοιχεία, τα αρχεία των Ιταλών, που από το 1960 έχουν καταγράψει τα πάντα.
Η τρύπα στην ταυτότητα δείχνει ότι τη βρήκε στην καρδιά του Βασιλείου Ρ. Το στοιχείο διασώθηκε από τους Ιταλούς, οι οποίοι το 1960 πήγαν στην Κλεισούρα και κατέγραψαν τους νεκρούς. Τους δικούς τους φαντάρους τούς μετέφεραν στην πατρίδα τους. Τους Έλληνες τους έθαψαν πάλι στο κτήμα μεταξύ Τεπρένιτσας και Γκόλικα. Εκεί βρίσκονται ο λοχίας Αγγενοτάου Αθανάσιος από τη Βέροια και ο Ευθύμιος Πολίτης, ανθυπολοχαγός Πεζικού
«Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ μπάρμπα Φίλιππα για το κοκκινέλι που μου πρόσφερες για να συνεχίσω την αποστολή μου. Χρήστος Αντωνάτος, λοχαγός. Δέλβινο, 1940». Ένα από τα γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Το κράτησε ο δάσκαλος της Δερβιτσάνης Δημήτρης Τσούρης. Ήταν ένα από σημειώματα που βρέθηκαν στα ρούχα των στρατιωτών, τα περισσότερα είχαν καταστραφεί, ενώ πολλά έχουν σταλεί στις οικογένειες των νεκρών.
Αυτοί που έχουν συγκεντρώσει τα περισσότερα είναι οι Ιταλοί, κυρίως από τους Έλληνες που πολέμησαν στην Κλεισούρα. Τρεις από τις ταυτότητες που βρέθηκαν μέσω Ιταλίας στα χέρια των ελληνικών αρχών είναι τρυπημένες από τις σφαίρες. Βρέθηκαν στα ρούχα των φαντάρων κατά την εκταφή που έγινε το 1960 και ήδη βρίσκονται στα χέρια των Ελλήνων που ασχολούνται με τη διακρίβωση των Ελλήνων.
Ο Χακίμ Ζέκα ήταν ένας από αυτούς που βοήθησαν τους Ιταλούς να θάψουν τους νεκρούς σε μια έκταση 20 στρεμμάτων στην Κλεισούρα. Ως πρόεδρος του τοπικού συνεταιρισμού, δεν επέτρεψε να καλλιεργηθεί το μέρος. Η ίδια η κυβέρνηση Χότζα την είχε χαρακτηρίσει «άκαρπη γη». Σήμερα εκεί υπάρχει ένας ξύλινος σταυρός που με δυσκολία διακρίνεται. Επτακόσιοι είκοσι Έλληνες έχουν ταφεί εδώ, σύμφωνα με τους Ιταλούς
Ακόμη άγρια εκείνα τα στενά της Κλεισούρας. Ακόμη όπως ήταν τότε, εκτός από μερικά δέντρα που έχουν φυτέψει στους πρόποδες. Εκεί Ιταλοί και Έλληνες έδωσαν μάχη σώμα με σώμα. Μάτωσαν όλοι. Έμειναν τα κορμιά τους στις ράχες και στα νερά του Αώου. Και μόνον όταν σταμάτησε ο πόλεμος βγήκαν οι ντόπιοι ελληνικής και αλβανικής καταγωγής και άρχισαν να συγκεντρώνουν τους νεκρούς. Με τη βοήθεια Ιταλών, τους έθαψαν όλους μαζί σε ένα χωράφι που αργότερα ο τοπικός συνεταιρισμός το πέρασε στα χαρτιά ως «άκαρπη γη» για να μην το καλλιεργούν. Αργότερα, κάπου στα 1960, οι Ιταλοί τους ξέθαψαν, πήραν τους δικούς τους και τους υπόλοιπους, τους Έλληνες, τους άφησαν εκεί...
Ο Χακίμ Ζέκα ήταν επί Χότζα πρόεδρος του Συνεταιρισμού Κλεισούρας. Ήταν ο άνθρωπος που απαγόρευσε να καλλιεργούν το μέρος. «Δεν γινόταν διαφορετικά. Ήμουν κι εγώ με αυτούς που κατέβαζαν τους νεκρούς από την Τρεμπεσίνα και το Γκόλικ (Γκόλικα, το έλεγαν οι Έλληνες) και τους έθαβαν». Ήταν από αυτούς που, κρυμμένος πίσω από τις πέτρες, έβλεπε τους στρατιώτες να κατρακυλάνε στο χιόνι, να πέφτουν στα νερά του Αώου και να καταλαμβάνουν τα υψώματα, εκτός από ένα που κατείχαν οι Ιταλοί. «Εμείς λέμε εδώ ότι τα παλικάρια έχουν παρέα μόνο τον εαυτό τους. Έτσι ήταν και οι Έλληνες. Τους έβλεπες μόνοι τους να ανεβαίνουν με σκοινιά και να βρίσκονται πίσω από τους Ιταλούς. Ήταν κάτι που δεν το χωράει νους του ανθρώπου, ήταν τρέλα». Με την κουβέντα, τα πρόβατά του πάνε στο χωράφι με τα μνήματα. Τρέχει να τα μαζέψει. «Οι νεκροί είναι νεκροί. Πρέπει να τους σεβόμαστε. Εγώ είμαι Αλβανός, αλλά αυτά τα παιδιά που βρίσκονται εδώ δεν πρέπει να τα πατάμε».
Ξαναγυρνάει στο 1940 και επιμένει να διηγηθεί μια ιστορία. «Να, εκεί, λένε ότι βρήκαν έναν Ιταλό και έναν Έλληνα φαντάρο να έχουν καρφώσει ο ένας την ξιφολόγχη στην καρδιά του άλλου και να έχουν μείνει και οι δυο νεκροί, αλλά έμοιαζαν σαν αγκαλιασμένοι. Έτσι τους βρήκαν παγωμένους μέσα στο χιόνι».
Πολλές οι ανάλογες εικόνες στα στενά της Κλεισούρας. Κάθε μία και μια ιστορία, όπου εκεί οι μεγάλοι τη διηγούνται σαν παραμύθι στα παιδιά τους.
Στο κτήμα του Δημήτρη Μπάκου, στο χωριό Βουλιαράτες, έχουν ταφεί 50 Έλληνες στρατιώτες. Έβαζε κωδικούς στους σταυρούς, που αντιστοιχούν στα ονόματα των νεκρών. Ο ίδιος φρόντισε και διατήρησε όσα στοιχεία βρήκε. Μόνο που μέχρι σήμερα, πέραν κάποιων επισήμων, κανείς δεν πήγε για να αναζητήσει τους δικούς του
ΣΤΟΥΣ Βουλιαράτες, εκεί που όλο το χωριό είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο επειδή δεν υπήρχε νεκροταφείο, ο Δημήτρης Μπάκος, ελληνικής καταγωγής, πρόσφερε ένα ιδιωτικό μέρος. Εκεί ετάφησαν περί τα 50 άτομα. Ο ίδιος ημέρα με την ημέρα συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία. Και έτσι σήμερα υπάρχει ένας πλήρης κατάλογος με τα στοιχεία των νεκρών. Μάλιστα, για να μην καταστραφεί το μέρος κατά την περίοδο του Χότζα, είχε βγάλει τους σταυρούς. Σήμερα ο χώρος έχει περιφραχθεί και έτσι οι στρατιώτες και οι νεκροί δεν είναι πλέον άγνωστοι.
Τα ονόματά τους τα μνημονεύει συχνά ο παπα-Λάζαρος, άνω των 90 χρόνων, που κατηφορίζει με δυσκολία τον χωμάτινο δρόμο. Στέκει στην αρχή και με ένα μισοκατεστραμμένο πετραχήλι και ένα κερί ψάλλει υπέρ αναπαύσεως της ψυχής των Ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών. Τώρα εκεί θέλουν να διαμορφώσουν τον χώρο. Να κάνουν μουσείο και οστεοφυλάκιο. Όπως θέλουν να κάνουν στο Δέλβινο και στην Κλεισούρα, όπου το μόνο που θυμίζει τις μάχες είναι ένας απλός μικρός ξύλινος σταυρός, ο οποίος τοποθετήθηκε πριν από δύο μήνες.
Στους Βουλιαράτες υπάρχει και η λίστα με τα ονόματα των νεκρών. Οι περισσότεροι ήταν τραυματίες και είχαν καταγραφεί από τους ντόπιους.
ΤΑ ΝΕΑ , 27/10/1998 , Σελ.: N16
Κωδικός άρθρου: A16276N161
ID: 100114
-
xylino spathi - Τακτικό μέλος
- Δημοσιεύσεις: 1533
- Εγγραφή: 20:18 pm 04 12 2005
- Τοποθεσία: ΖΕΡΒΑΤΙ
1 Δημοσίευση
• Σελίδα 1 από 1
Επιστροφή στο Αποσπάσματα της ιστορίας μας
Μέλη σε σύνδεση
Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 6 επισκέπτες
- Ευρετήριο Δ. Συζήτησης
- Η ομάδα • Διαγραφή cookies Δ. Συζήτησης • Όλοι οι χρόνοι είναι UTC + 2 ώρες [ DST ]