Σπύρος Μήλιος εναντίον Κωλέτη...
Αυτής που ποτέ μέχρι σήμερα δεν μαθαμε στην δωρεάν δημοσια παιδεία της πατρίδας μαςΣπύρος Μήλιος εναντίον Κωλέτη...
από Barbakas » 16:23 pm 02 01 2007
Βασίλης Κρεμμυδάς
«Ο Ιωάννης Κωλέτης του Σπυρομίλιου. Ένας ανέκδοτος λίβελος»
Εκδόσεις Βιβλιόραμα Αθήνα, 2005
Πριν εξήντα χρόνια, ένα μήνα μετά το θάνατο του Γιάννη Βλαχογιάννη (23 Αυγούστου 1945), ο Γιώργος Θεοτοκάς, σε άρθρο του, περιέγραφε παραστατικά πώς δημιουργήθηκε το Αρχείο Βλαχογιάννη, γύρω στα 1900, όταν αποφασίστηκε να εκποιηθεί το Αρχείο της Ελληνικής Επανάστασης, που στοιβαγμένο στις αποθήκες του Ελεγκτικού Συνεδρίου έπιανε πολύ χώρο. Πρακτικότερες εκείνες οι Κυβερνήσεις, αντί να το ρίξουν στην πυρά, το ξεπούλησαν. Διηγόταν ο Βλαχογιάννης, στα γεράματά του, πλήθος γραφικά και αστεία ανέκδοτα πώς κυνηγούσε το χαρτί σε μπακάλικα και εργοστάσια χαρτοποιΐας. “Χάρη στο πάθος του σώθηκε τότε ένα σημαντικό μέρος του θησαυρού” και έχουμε σήμερα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Χάρη στο δικό του μεράκι και μερικών ακόμη “ερασιτεχνών” έχουν και πορίζονται οι ιστορικοί ενδιαφέροντα βιβλιάρια με τα χειρόγραφα των αγωνιστών και των πολιτικών που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους. Πολύτιμες πρωτογενείς μαρτυρίες, καθώς ρίχνουν φως στα συμβάντα και τα πρόσωπα, με τον δικό τους λόγο, σε πρώτο επίπεδο, αποκαλυπτικό των συμπεριφορών και των νοοτροπιών. Μόνο που αυτός ο λόγος, ερχόμενος από το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, ανοίκειος γλωσσικά και υφολογικά στον σημερινό αναγνώστη, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευάλωτος κατά τη διαμεσολάβησή του. Ένας ηχηρός τίτλος ή ο φορτισμένος τόνος μιας εισαγωγής μπορεί εύκολα να τον μειώσει, ακόμη και να τον παραγκωνίσει, καθιστώντας τον το συμπλήρωμα του βιβλίου αντί του κυρίως θέματος.
Το 2000, ο Β. Κρεμμυδάς, στο βιβλίο του, «Ο πολιτικός Ιωάννης Κωλέτης. Τα χρόνια στο Παρίσι (1835-1843)» (Εκδ. ΤΥΠΟΘΗΤΩ), ανέδειξε τον Κωλέτη ως έναν πολιτικό με στέρεο λόγο, φορέα εκσυγχρονιστικών ιδεών, παρουσιάζοντας ένα αχρονολόγητο χειρόγραφό του, που χαρακτηρίζεται ως “υπόμνημα”, και 26 επιστολές του, γραμμένες στην οκταετία, που παρέμεινε πρεσβευτής στο Παρίσι. Ιδιαίτερη βαρύτητα στο βιβλίο έχει η εκτενής εισαγωγή, όπου διασκεδάζονται οι απόψεις της παλαιότερης ιστοριογραφίας, που επιμένουν στους ύπουλους τρόπους εξόντωσης των αντιπάλων του, καθώς και στα ελαττώματα του πολιτικού άνδρα, όπως ο καιροσκοπισμός, οι υποκριτικές ικανότητες και η άμετρη φιλοδοξία, ή ακόμη, ορισμένες κακές έξεις του, οι οποίες, στη συνέχεια, αποτέλεσαν σχεδόν εγγενή χαρακτηριστικά του πολιτικού βίου της χώρας, όπως η δημιουργία πελατειακών σχέσεων και ο επηρεασμός του εκλογικού αποτελέσματος.
Ο Κρεμμυδάς ανταποκρίνεται στο νέα αίτημα της ιστοριογραφίας να αποκατασταθούν οι πολιτικοί και να αναβαθμιστεί ο ρόλος τους έναντι των λαϊκών αγωνιστών. Γι’ αυτήν την αποκάθαρση της εικόνας πολιτικών όπως ο Κωλέτης και αντιστοίχως, την αμαύρωση, τρόπον τινά, της έως σήμερα πρόσληψης των στρατιωτικών, κρινόμενης ως υπερβολικά ευμενούς, προτείνει να ξαναδιαβαστούν οι γραπτές μαρτυρίες, με την έμφαση, αυτή τη φορά, στις ιδεολογικές αποχρώσεις ή και την λεκτική ευχέρεια, ώστε να φανούν η νοητική, καθώς και η διαφωτιστική, στάθμη των μεν και των δε.
Αυτή η μέθοδος, που ευαγγελίζεται γενικότερα η νεότερη ιστοριογραφία, γίνεται εμφανέστερη στο δεύτερο βιβλίο του, το οποίο προέκυψε ως απότοκο της έρευνας για τον Κωλέτη και συστεγάζει δυο χειρόγραφα του Σπυρομήλιου από τους θησαυρούς των Αρχείων. Από όσο γνωρίζουμε, το μοναδικό δημοσιευμένο χειρόγραφο του Σπυρομήλιου είναι το απομνημόνευμά του, «Χρονικό του Μεσολογγίου 1825 - 1826», που πρωτοεκδόθηκε από τον Βλαχογιάννη, το 1926, για τον εορτασμό της εκατονταετηρίδος από την Έξοδο του Μεσολογγίου, και γνώρισε δυο επανεκδόσεις με τελευταία, αυτή του 1966. Οπότε, για έναν νεότερο αναγνώστη, ο Σπυρομήλιος του Κρεμμυδά είναι ο μοναδικός προσφερόμενος.
Τα δύο προσφάτως ανασυρθέντα χειρόγραφα, το πρώτο και εκτενέστερο, με τίτλο, «Ο Ιωάννης Κωλέτης», και το άτιτλο και συντομότερο δεύτερο εντοπίστηκαν ανυπόγραφα και αχρονολόγητα. Η ταύτιση στηρίχτηκε κυρίως στην πληθώρα και την ιδιορρυθμία των γλωσσικών σφαλμάτων, χαρακτηριστικά της γραφής του Σπυρομήλιου, όπου ο ερευνητής αναλύει εκτενώς τα “πολύ κακά ελληνικά” του, λησμονώντας ωστόσο να επαινέσει την εκφραστική του ζωντάνια. Γενικότερα, θα χαρακτηρίζαμε την εισαγωγή του εξουθενωτικά ειρωνική, πιθανώς και γιατί γράφτηκε με την πνοή της προηγούμενης για τον Κωλέτη.
Από τη Χειμάρρα ο Σπυρομήλιος, όπου ακόμη σώζεται το αρχοντικό της οικογένειας, στάλθηκε μόλις δεκαετής στη Νάπολη να σπουδάσει την στρατιωτική τέχνη δίπλα στο θείο του, συνταγματάρχη του μακεδονικού τάγματος. Αυτοδίδακτος, λοιπόν, στην ελληνική, όχι όμως και αμόρφωτος, καθώς φέρεται πως κατείχε την λατινική, την ιταλική και την γαλλική, πέραν της καλής γνώσης της στρατιωτικής τέχνης.
Ένας από τους λιγοστούς σπουδαγμένους στρατιωτικούς που διέθετε το Ελληνικό Βασίλειο, στάθηκε ο πρώτος έλληνας διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, παίρνοντας το τιμόνι από τον βαρώνο Εδουάρδο Ράϊνεκ, τον Φεβρουάριο του 1840. Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία της Σχολής, κατά τη σχεδόν τετραετή διοίκησή του, σημειώθηκαν αρκετά βήματα προόδου, σε αντίθεση με τα μετέπειτα χρόνια του κατά πολύ μακροβιότερου διαδόχου του Γεωργίου Καρατζά. Η παύση του από τη θέση του διοικητή ήταν επακόλουθο της βασιλικής δυσαρέσκειας για τη συμμετοχή του στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. “Την νύκτα της 2-3 Σεπτεμβρίου ανήλθεν εκ Πειραιώς με όλους τους αξιωματικούς της Στρατιωτικής Σχολής... αν ήτον λόγος να δοθούν εις έναν τα αριστεία, αυτά χρεωστούνται εις τον Σπύρο Μήλιο, δια το αναίμακτον και το εύστοχον του σχεδίου της θρονοσωτηρίου και λαοσωτηρίου αυτής ημέρας... Ευτυχισμένε Χειμαραίε, εσύ είσαι το τερπνότερο άνθος της Ελληνικής φυλής, αυτής της βασιλίσσης των φυλών της ανθρωπότητας”, καταλήγει ο ομήλικός του Γεώργιος Τερτσέτης.
Το κείμενο του Σπυρομήλιου για τον Κωλέτη θα πρέπει να γράφτηκε στη Σύρο, όπου είχε δυσμενώς μετατεθεί επί πρωθυπουργίας Κωλέτη, πιθανώς και τις παραμονές των εκλογών του 1847, που τις ξανακέρδισε ο ηπειρώτης πολιτικός αλλά δεν πρόλαβε να κυβερνήσει, πεθαίνοντας στις 31 Αυγούστου 1847. “Είχα αποκάμει μισώντας τον... ο θάνατός του ελευθερώνοντάς μας από τους κινδύνους της υπάρξεώς του, άνοιξε συνάμα και την φλέβα του αδελφικού φίλτρου... οι υστερινές ώρες και της αγωνίας του μου εκλόνισαν πολύ την καρδίαν... ήκουσα εις το στρώμα της λύπης του το παράπονον της φωνής του και μου προξένησε τόση θλίψιν”, εξομολογείται και πάλι ο Τερτσέτης. Αισθήματα που ίσως να συμμεριζόταν ο Σπυρομήλιος, που ούτε ολοκλήρωσε το χειρόγραφό του ούτε ποτέ το χρησιμοποίησε, καθώς στόχευε στον πολιτικό αντίπαλο. Γεγονός που θα έπρεπε να συνυπολογίζουν ιστορικοί, καθώς και φιλόλογοι, όταν τρυπώνουν στον ιδιωτικό χώρο ενός Αρχείου. Πάντως, ο Μακρυγιάννης επέμενε μέχρι τέλους, όπως μαρτυρά απόσπασμα των Απομνημονευμάτων του για τον “άλιωτο Κωλέτη”.
Διατάττει ο Κωλέτης εις το τόξον της γιορτής της 25 Μαρτίου να μην βάλουν την επιγραφή του Συντάματος. Και πηγαίνοντας ο Βασιλέας εις την εκκλησιά κι’ εμείς οι αξιωματικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί – είχε δυό συντροφιές κάμει, μίαν με τον Γιαννάκο τον Κυργιακό κι’ άλλη μ’ άλλους τοιούτους: η μιά κομπανία να ειπή “κάτου το Σύνταμα”, η άλλη να ειπή “κάτου το Υπουργείον”, και τότε να βάλη την στρατιωτική δύναμιν να πελεκήση εμάς. Αυτό τόμαθα εγώ από φίλον στενόν και μέσα εις αυτό το σκέδιον ’νεργούσε κι’ αυτός τους έκανε τον φίλον. Τότε μαθαίνοντας αυτό, αντάμωσα τους οπλαρχηγούς όλους Κριτζώτη, Γρίβα, Παπακώστα κι’ άλλους πολλούς και τους είπα αυτό το σκέδιο και τους είπα κείνη την ημέρα να μην πάμε κανένας εις την εκκλησίαν κι’ αν ιδούμεν τίποτας να συναχτούμεν όλοι σ’ ένα μέρος και να συνάξωμεν και τον λαόν και ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν. Μείναν σύμφωνοι όλοι να συναχτούνε εις το σπίτι μου ως παράμερον μέρος. Το κόμμα του Μαυροκορδάτου ήταν κι’ αυτό πολύ φοβισμένο, ως αγαναχτισμένοι οι άνθρωποι από αυτούς δια τα όσα ακολούθησαν εις την κυβέρνησή τους, και δεν ήξεραν τι τρέχει. Εγώ ήμουν γγισμένος μ’ αυτούς, όχι όμως να θέλω και το κακό τους. Στέλνει ο Μαυροκορδάτος τον Κοντογιάννη κι’ έρχεται εις το σπίτι μου. Του είπε^ “Σύρε αντάμωσε τον Μακρυγιάννη, κι αν είναι κανένα κακόν, θα σου το ειπή, ότι αυτός δεν μπαίνει μέσα εις αυτά”. Ήρθε κι’ ο Σπυρομήλιος κι’ άλλοι. Τους είπα τα τρέχοντα και τους είπα τι αποφασίσαμεν κι’ αν τύχη τίποτας, πού θα συναχτούμεν. Τότε μαθαίνει αυτά ο Κωλέτης, στέλνει τον Γαρδικιώτη, πήγαμεν εκεί. Μου λέγει “Τ’ είναι αυτές οι υποψίες οπού βάνεις των ανθρώπων χωρίς να υπάρχουν; Και πρέπει όλοι να πάτε εις την εκκλησίαν, οπού θα πάγη κι’ ο Βασιλέας. – Του λέγω, δεν πάμεν πουθενά κι’ ό,τι εργάζεστε τα εργάζεστε μ’ ανθρώπους και οι άνθρωποι τα λένε των ανθρώπων”. Φύγαμεν με τον Γαρδικιώτη. Του λέγω “Αυτός ο άνθρωπος είναι απατεώνας και ξένη κρεατούρα. Εσύ πρέπει να μιλήσης του Βασιλέως και νάχης τον νου σου”. Τότε ο Κωλέτης σαν είδε αυτά, διέταξε τον διοικητή κι’ έβαλε την επιγραφή του Συντάματος εις το τόξον και μίλησε της συντροφιάς του να νεκρώσουνε αυτό το σκέδιον. Δεν πήγε κανένας απ’ όσους μιλήσαμεν εις την εκκλησίαν, ούτε βήκαμεν από τα σπίτια μας...
Ο άλιωτος Κωλέτης
Τότε έβγαλαν και το σώμα του Κωλέτη άλιωτο από τον τάφο του. Αφού αρρώστησε ο γκενεράλ Κωλέτης και φώναζε νύχτα και ημέρα και βάβιξε και γκάριξε και βγήκε η ψυχή του, κοντά σε τρία χρόνια θέλησαν οι συγγενείς του να τον ξεχώσουνε^ κι’ ο φίλος του ο στενός ο πρέσβης Πισκατόρης, οπού εργάζονταν μαζί εδώ και ξόδιασαν και κατηχούσαν τους ορθοδόξους χριστιανούς να τους κάνουν δυτικούς, στέλνει να φκιάση τάφον μαρμαρένιον του φίλου του τού Κωλέτη. Και τον βγαίνουν καθώς τον θάψαν μόνον τα μάτια του ήταν βουλιασμένα και η μύτη του ολίγον πειραμένη – τα μάτια του ότι έβλεπαν τις πράξες οπούκανε δια την πατρίδα του και θρησκεία του και τόσους άδικους φόνους των αγωνιστών, του Νούτζου, του Παλάσκα, του Δυσσέα κι’ αλλουνών, κι’ αχώρια πόσους νέους τάφους άνοιξε εις τις εκλογές, πόσοι σκοτωμοί έγιναν και γίνονται, πόσες μείναν χήρες κι’ ορφανά, τι έπαθε η πατρίδα γενικώς, πόσοι αγωνισταί πήγαν εις τους Τούρκους, κι’ όλες οι φυλακές γιομάτες από αυτούς ως την σήμερον δια ν’ αναστηθή η παρανομία κι’ αδικία, να μη μείνη φωνή εις τον λαόν, ούτε ψήφος, αλλά η δύναμη η στρατιωτική και οι υπάλληλοι να γιομίζουν τις κάλπες και να βγάζουν όσους ήθελαν^ και μας έκαμεν όπως είμαστε δια να φανή πιστός και τίμιος εις τους ξένους του φίλους. Τότε η βρώμα του πεθαμένου δεν άφηνε να ζυγώσουν οι άνθρωποι πλησίον του^ κι’ έτρωγε αναθέματα πλήθος από τους μαστόρους όσο να του χτίσουν το μαρμαρένιο του τον τάφο.
«Ο Ιωάννης Κωλέτης του Σπυρομίλιου. Ένας ανέκδοτος λίβελος»
Εκδόσεις Βιβλιόραμα Αθήνα, 2005
Πριν εξήντα χρόνια, ένα μήνα μετά το θάνατο του Γιάννη Βλαχογιάννη (23 Αυγούστου 1945), ο Γιώργος Θεοτοκάς, σε άρθρο του, περιέγραφε παραστατικά πώς δημιουργήθηκε το Αρχείο Βλαχογιάννη, γύρω στα 1900, όταν αποφασίστηκε να εκποιηθεί το Αρχείο της Ελληνικής Επανάστασης, που στοιβαγμένο στις αποθήκες του Ελεγκτικού Συνεδρίου έπιανε πολύ χώρο. Πρακτικότερες εκείνες οι Κυβερνήσεις, αντί να το ρίξουν στην πυρά, το ξεπούλησαν. Διηγόταν ο Βλαχογιάννης, στα γεράματά του, πλήθος γραφικά και αστεία ανέκδοτα πώς κυνηγούσε το χαρτί σε μπακάλικα και εργοστάσια χαρτοποιΐας. “Χάρη στο πάθος του σώθηκε τότε ένα σημαντικό μέρος του θησαυρού” και έχουμε σήμερα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Χάρη στο δικό του μεράκι και μερικών ακόμη “ερασιτεχνών” έχουν και πορίζονται οι ιστορικοί ενδιαφέροντα βιβλιάρια με τα χειρόγραφα των αγωνιστών και των πολιτικών που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους. Πολύτιμες πρωτογενείς μαρτυρίες, καθώς ρίχνουν φως στα συμβάντα και τα πρόσωπα, με τον δικό τους λόγο, σε πρώτο επίπεδο, αποκαλυπτικό των συμπεριφορών και των νοοτροπιών. Μόνο που αυτός ο λόγος, ερχόμενος από το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, ανοίκειος γλωσσικά και υφολογικά στον σημερινό αναγνώστη, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευάλωτος κατά τη διαμεσολάβησή του. Ένας ηχηρός τίτλος ή ο φορτισμένος τόνος μιας εισαγωγής μπορεί εύκολα να τον μειώσει, ακόμη και να τον παραγκωνίσει, καθιστώντας τον το συμπλήρωμα του βιβλίου αντί του κυρίως θέματος.
Το 2000, ο Β. Κρεμμυδάς, στο βιβλίο του, «Ο πολιτικός Ιωάννης Κωλέτης. Τα χρόνια στο Παρίσι (1835-1843)» (Εκδ. ΤΥΠΟΘΗΤΩ), ανέδειξε τον Κωλέτη ως έναν πολιτικό με στέρεο λόγο, φορέα εκσυγχρονιστικών ιδεών, παρουσιάζοντας ένα αχρονολόγητο χειρόγραφό του, που χαρακτηρίζεται ως “υπόμνημα”, και 26 επιστολές του, γραμμένες στην οκταετία, που παρέμεινε πρεσβευτής στο Παρίσι. Ιδιαίτερη βαρύτητα στο βιβλίο έχει η εκτενής εισαγωγή, όπου διασκεδάζονται οι απόψεις της παλαιότερης ιστοριογραφίας, που επιμένουν στους ύπουλους τρόπους εξόντωσης των αντιπάλων του, καθώς και στα ελαττώματα του πολιτικού άνδρα, όπως ο καιροσκοπισμός, οι υποκριτικές ικανότητες και η άμετρη φιλοδοξία, ή ακόμη, ορισμένες κακές έξεις του, οι οποίες, στη συνέχεια, αποτέλεσαν σχεδόν εγγενή χαρακτηριστικά του πολιτικού βίου της χώρας, όπως η δημιουργία πελατειακών σχέσεων και ο επηρεασμός του εκλογικού αποτελέσματος.
Ο Κρεμμυδάς ανταποκρίνεται στο νέα αίτημα της ιστοριογραφίας να αποκατασταθούν οι πολιτικοί και να αναβαθμιστεί ο ρόλος τους έναντι των λαϊκών αγωνιστών. Γι’ αυτήν την αποκάθαρση της εικόνας πολιτικών όπως ο Κωλέτης και αντιστοίχως, την αμαύρωση, τρόπον τινά, της έως σήμερα πρόσληψης των στρατιωτικών, κρινόμενης ως υπερβολικά ευμενούς, προτείνει να ξαναδιαβαστούν οι γραπτές μαρτυρίες, με την έμφαση, αυτή τη φορά, στις ιδεολογικές αποχρώσεις ή και την λεκτική ευχέρεια, ώστε να φανούν η νοητική, καθώς και η διαφωτιστική, στάθμη των μεν και των δε.
Αυτή η μέθοδος, που ευαγγελίζεται γενικότερα η νεότερη ιστοριογραφία, γίνεται εμφανέστερη στο δεύτερο βιβλίο του, το οποίο προέκυψε ως απότοκο της έρευνας για τον Κωλέτη και συστεγάζει δυο χειρόγραφα του Σπυρομήλιου από τους θησαυρούς των Αρχείων. Από όσο γνωρίζουμε, το μοναδικό δημοσιευμένο χειρόγραφο του Σπυρομήλιου είναι το απομνημόνευμά του, «Χρονικό του Μεσολογγίου 1825 - 1826», που πρωτοεκδόθηκε από τον Βλαχογιάννη, το 1926, για τον εορτασμό της εκατονταετηρίδος από την Έξοδο του Μεσολογγίου, και γνώρισε δυο επανεκδόσεις με τελευταία, αυτή του 1966. Οπότε, για έναν νεότερο αναγνώστη, ο Σπυρομήλιος του Κρεμμυδά είναι ο μοναδικός προσφερόμενος.
Τα δύο προσφάτως ανασυρθέντα χειρόγραφα, το πρώτο και εκτενέστερο, με τίτλο, «Ο Ιωάννης Κωλέτης», και το άτιτλο και συντομότερο δεύτερο εντοπίστηκαν ανυπόγραφα και αχρονολόγητα. Η ταύτιση στηρίχτηκε κυρίως στην πληθώρα και την ιδιορρυθμία των γλωσσικών σφαλμάτων, χαρακτηριστικά της γραφής του Σπυρομήλιου, όπου ο ερευνητής αναλύει εκτενώς τα “πολύ κακά ελληνικά” του, λησμονώντας ωστόσο να επαινέσει την εκφραστική του ζωντάνια. Γενικότερα, θα χαρακτηρίζαμε την εισαγωγή του εξουθενωτικά ειρωνική, πιθανώς και γιατί γράφτηκε με την πνοή της προηγούμενης για τον Κωλέτη.
Από τη Χειμάρρα ο Σπυρομήλιος, όπου ακόμη σώζεται το αρχοντικό της οικογένειας, στάλθηκε μόλις δεκαετής στη Νάπολη να σπουδάσει την στρατιωτική τέχνη δίπλα στο θείο του, συνταγματάρχη του μακεδονικού τάγματος. Αυτοδίδακτος, λοιπόν, στην ελληνική, όχι όμως και αμόρφωτος, καθώς φέρεται πως κατείχε την λατινική, την ιταλική και την γαλλική, πέραν της καλής γνώσης της στρατιωτικής τέχνης.
Ένας από τους λιγοστούς σπουδαγμένους στρατιωτικούς που διέθετε το Ελληνικό Βασίλειο, στάθηκε ο πρώτος έλληνας διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, παίρνοντας το τιμόνι από τον βαρώνο Εδουάρδο Ράϊνεκ, τον Φεβρουάριο του 1840. Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία της Σχολής, κατά τη σχεδόν τετραετή διοίκησή του, σημειώθηκαν αρκετά βήματα προόδου, σε αντίθεση με τα μετέπειτα χρόνια του κατά πολύ μακροβιότερου διαδόχου του Γεωργίου Καρατζά. Η παύση του από τη θέση του διοικητή ήταν επακόλουθο της βασιλικής δυσαρέσκειας για τη συμμετοχή του στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. “Την νύκτα της 2-3 Σεπτεμβρίου ανήλθεν εκ Πειραιώς με όλους τους αξιωματικούς της Στρατιωτικής Σχολής... αν ήτον λόγος να δοθούν εις έναν τα αριστεία, αυτά χρεωστούνται εις τον Σπύρο Μήλιο, δια το αναίμακτον και το εύστοχον του σχεδίου της θρονοσωτηρίου και λαοσωτηρίου αυτής ημέρας... Ευτυχισμένε Χειμαραίε, εσύ είσαι το τερπνότερο άνθος της Ελληνικής φυλής, αυτής της βασιλίσσης των φυλών της ανθρωπότητας”, καταλήγει ο ομήλικός του Γεώργιος Τερτσέτης.
Το κείμενο του Σπυρομήλιου για τον Κωλέτη θα πρέπει να γράφτηκε στη Σύρο, όπου είχε δυσμενώς μετατεθεί επί πρωθυπουργίας Κωλέτη, πιθανώς και τις παραμονές των εκλογών του 1847, που τις ξανακέρδισε ο ηπειρώτης πολιτικός αλλά δεν πρόλαβε να κυβερνήσει, πεθαίνοντας στις 31 Αυγούστου 1847. “Είχα αποκάμει μισώντας τον... ο θάνατός του ελευθερώνοντάς μας από τους κινδύνους της υπάρξεώς του, άνοιξε συνάμα και την φλέβα του αδελφικού φίλτρου... οι υστερινές ώρες και της αγωνίας του μου εκλόνισαν πολύ την καρδίαν... ήκουσα εις το στρώμα της λύπης του το παράπονον της φωνής του και μου προξένησε τόση θλίψιν”, εξομολογείται και πάλι ο Τερτσέτης. Αισθήματα που ίσως να συμμεριζόταν ο Σπυρομήλιος, που ούτε ολοκλήρωσε το χειρόγραφό του ούτε ποτέ το χρησιμοποίησε, καθώς στόχευε στον πολιτικό αντίπαλο. Γεγονός που θα έπρεπε να συνυπολογίζουν ιστορικοί, καθώς και φιλόλογοι, όταν τρυπώνουν στον ιδιωτικό χώρο ενός Αρχείου. Πάντως, ο Μακρυγιάννης επέμενε μέχρι τέλους, όπως μαρτυρά απόσπασμα των Απομνημονευμάτων του για τον “άλιωτο Κωλέτη”.
Διατάττει ο Κωλέτης εις το τόξον της γιορτής της 25 Μαρτίου να μην βάλουν την επιγραφή του Συντάματος. Και πηγαίνοντας ο Βασιλέας εις την εκκλησιά κι’ εμείς οι αξιωματικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί – είχε δυό συντροφιές κάμει, μίαν με τον Γιαννάκο τον Κυργιακό κι’ άλλη μ’ άλλους τοιούτους: η μιά κομπανία να ειπή “κάτου το Σύνταμα”, η άλλη να ειπή “κάτου το Υπουργείον”, και τότε να βάλη την στρατιωτική δύναμιν να πελεκήση εμάς. Αυτό τόμαθα εγώ από φίλον στενόν και μέσα εις αυτό το σκέδιον ’νεργούσε κι’ αυτός τους έκανε τον φίλον. Τότε μαθαίνοντας αυτό, αντάμωσα τους οπλαρχηγούς όλους Κριτζώτη, Γρίβα, Παπακώστα κι’ άλλους πολλούς και τους είπα αυτό το σκέδιο και τους είπα κείνη την ημέρα να μην πάμε κανένας εις την εκκλησίαν κι’ αν ιδούμεν τίποτας να συναχτούμεν όλοι σ’ ένα μέρος και να συνάξωμεν και τον λαόν και ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν. Μείναν σύμφωνοι όλοι να συναχτούνε εις το σπίτι μου ως παράμερον μέρος. Το κόμμα του Μαυροκορδάτου ήταν κι’ αυτό πολύ φοβισμένο, ως αγαναχτισμένοι οι άνθρωποι από αυτούς δια τα όσα ακολούθησαν εις την κυβέρνησή τους, και δεν ήξεραν τι τρέχει. Εγώ ήμουν γγισμένος μ’ αυτούς, όχι όμως να θέλω και το κακό τους. Στέλνει ο Μαυροκορδάτος τον Κοντογιάννη κι’ έρχεται εις το σπίτι μου. Του είπε^ “Σύρε αντάμωσε τον Μακρυγιάννη, κι αν είναι κανένα κακόν, θα σου το ειπή, ότι αυτός δεν μπαίνει μέσα εις αυτά”. Ήρθε κι’ ο Σπυρομήλιος κι’ άλλοι. Τους είπα τα τρέχοντα και τους είπα τι αποφασίσαμεν κι’ αν τύχη τίποτας, πού θα συναχτούμεν. Τότε μαθαίνει αυτά ο Κωλέτης, στέλνει τον Γαρδικιώτη, πήγαμεν εκεί. Μου λέγει “Τ’ είναι αυτές οι υποψίες οπού βάνεις των ανθρώπων χωρίς να υπάρχουν; Και πρέπει όλοι να πάτε εις την εκκλησίαν, οπού θα πάγη κι’ ο Βασιλέας. – Του λέγω, δεν πάμεν πουθενά κι’ ό,τι εργάζεστε τα εργάζεστε μ’ ανθρώπους και οι άνθρωποι τα λένε των ανθρώπων”. Φύγαμεν με τον Γαρδικιώτη. Του λέγω “Αυτός ο άνθρωπος είναι απατεώνας και ξένη κρεατούρα. Εσύ πρέπει να μιλήσης του Βασιλέως και νάχης τον νου σου”. Τότε ο Κωλέτης σαν είδε αυτά, διέταξε τον διοικητή κι’ έβαλε την επιγραφή του Συντάματος εις το τόξον και μίλησε της συντροφιάς του να νεκρώσουνε αυτό το σκέδιον. Δεν πήγε κανένας απ’ όσους μιλήσαμεν εις την εκκλησίαν, ούτε βήκαμεν από τα σπίτια μας...
Ο άλιωτος Κωλέτης
Τότε έβγαλαν και το σώμα του Κωλέτη άλιωτο από τον τάφο του. Αφού αρρώστησε ο γκενεράλ Κωλέτης και φώναζε νύχτα και ημέρα και βάβιξε και γκάριξε και βγήκε η ψυχή του, κοντά σε τρία χρόνια θέλησαν οι συγγενείς του να τον ξεχώσουνε^ κι’ ο φίλος του ο στενός ο πρέσβης Πισκατόρης, οπού εργάζονταν μαζί εδώ και ξόδιασαν και κατηχούσαν τους ορθοδόξους χριστιανούς να τους κάνουν δυτικούς, στέλνει να φκιάση τάφον μαρμαρένιον του φίλου του τού Κωλέτη. Και τον βγαίνουν καθώς τον θάψαν μόνον τα μάτια του ήταν βουλιασμένα και η μύτη του ολίγον πειραμένη – τα μάτια του ότι έβλεπαν τις πράξες οπούκανε δια την πατρίδα του και θρησκεία του και τόσους άδικους φόνους των αγωνιστών, του Νούτζου, του Παλάσκα, του Δυσσέα κι’ αλλουνών, κι’ αχώρια πόσους νέους τάφους άνοιξε εις τις εκλογές, πόσοι σκοτωμοί έγιναν και γίνονται, πόσες μείναν χήρες κι’ ορφανά, τι έπαθε η πατρίδα γενικώς, πόσοι αγωνισταί πήγαν εις τους Τούρκους, κι’ όλες οι φυλακές γιομάτες από αυτούς ως την σήμερον δια ν’ αναστηθή η παρανομία κι’ αδικία, να μη μείνη φωνή εις τον λαόν, ούτε ψήφος, αλλά η δύναμη η στρατιωτική και οι υπάλληλοι να γιομίζουν τις κάλπες και να βγάζουν όσους ήθελαν^ και μας έκαμεν όπως είμαστε δια να φανή πιστός και τίμιος εις τους ξένους του φίλους. Τότε η βρώμα του πεθαμένου δεν άφηνε να ζυγώσουν οι άνθρωποι πλησίον του^ κι’ έτρωγε αναθέματα πλήθος από τους μαστόρους όσο να του χτίσουν το μαρμαρένιο του τον τάφο.
" Σφίχτε τις πλώρες άφοβα, θαλασσοπόροι ξένοι,Θάλασσα μες στο Πάνορμον, θυμός ανέμου μπαίνει,Κι' αυτό που τωρα βλέπετε στο Πάνορμον σαν άστρο,Ειναι της νίκης τρόπαιον, αστραποβόλον κάστρο.Νυφάδες Χιμαριώτισσες τ' ανέστησαν με ζήλο,..."
Βηλαράς,1813
Βηλαράς,1813
-
Barbakas - Τακτικό μέλος
- Δημοσιεύσεις: 100
- Εγγραφή: 20:56 pm 06 11 2006
- Τοποθεσία: ΧΙΜΑΡΑ ΠΑΝΩ
1 Δημοσίευση
• Σελίδα 1 από 1
Επιστροφή στο Αποσπάσματα της ιστορίας μας
Μέλη σε σύνδεση
Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 7 επισκέπτες
- Ευρετήριο Δ. Συζήτησης
- Η ομάδα • Διαγραφή cookies Δ. Συζήτησης • Όλοι οι χρόνοι είναι UTC + 2 ώρες [ DST ]