Ενα μυθιστόρημα για το Αγιον Ορος
Συντονιστής: Νέοι
Ενα μυθιστόρημα για το Αγιον Ορος
από Moira » 15:41 pm 26 02 2008
Η αρχαιότητα και η Ορθοδοξία στο βραβευμένο το 2007 από τη Γαλλική Ακαδημία βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη «μ.Χ.»
Του Παντελη Μπουκαλα
Βασίλης Αλεξάκης: «μ.Χ.», μυθιστόρημα. Εκδόσεις «Εξάντας», 2007, σελ. 339.
Ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος του Βασίλη Αλεξάκη είναι ο οικονομικότερος δυνατός: «μ.Χ.». Δύο γραμματάκια, ένα πεζό κι ένα κεφαλαίο, σε έναν οικείο, αμέσως αναγνωρίσιμο συνδυασμό, το σύμβολο μιας καμπής της Ιστορίας: μετά Χριστόν. Η διερεύνηση αυτού του «μετά», λοιπόν, η εστίαση στο πλάσμα «ελληνοχριστιανισμός» ώστε να προσδιοριστούν οι σχέσεις των δύο μελών του, είναι ο στόχος του πεζογραφήματος, το οποίο τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας 2007, δεδομένου ότι ο Ελληνας συγγραφέας (γ. 1943) μοιράζει από το 1968 τις μέρες του στη Γαλλία και την Ελλάδα και αρκετά από τα έργα του πρωτογράφτηκαν στα γαλλικά, για να μεταφραστούν έπειτα στα ελληνικά, άλλοτε έγκαιρα και άλλοτε αργοπορημένα.
Δύσκολο εγχείρημαΠρόκειται για στόχο ιδιαίτερα φιλόδοξο, που θέτει σε δοκιμασία τη λογοτεχνία, τα εργαλεία και τις μεθόδους της. Το εγχείρημα να αναπλαστούν συνοπτικά δύο χιλιετίες, να γεωγραφηθεί μια εκτενέστατη και πλουσιότατη εποχή με τη χάραξη επάλληλων κύκλων γύρω από το Αγιον Ορος, που αποτελεί το κέντρο της αφήγησης, έχει την αυτονόητη και μάλλον ανυπέρβλητη δυσκολία του. Ηρωας του μυθιστορήματος είναι ένας Τηνιακός την καταγωγή πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, που ενώ παρακολουθεί μαθήματα για τους προσωκρατικούς φιλοσόφους (για την περίοδο δηλαδή «όπου η ανθρώπινη σκέψη ανακαλύπτει τις δυνατότητές της, διευρύνει στο άπειρο το πεδίο δράσης της»), δέχεται την πρόταση της σχεδόν τυφλής σπιτονοικοκυράς του (και συντοπίτισσάς του) Ναυσικάς «να συλλέξει πληροφορίες για το Αγιον Ορος, να μάθει ό,τι είναι δυνατόν να μάθει κανείς για τους μοναχούς και τα μοναστήρια». Για να ανταποκριθεί λοιπόν στην επιθυμία της Ναυσικάς, η οποία ελπίζει ότι θα βρει τα ίχνη του αδελφού της που δεκαετίες πριν έφυγε για να μονάσει, ο φοιτητής αγοράζει σχετικά βιβλία και, προσπαθώντας να στήσει ένα δίκτυο πληροφοριών, έρχεται σε επαφή με δημοσιογράφους, ιστορικούς, αρχαιολόγους, Ελληνες και ξένους.
Ο «ιχνηλάτης» μας αρχίζει να κρατάει σημειώσεις (το αποτέλεσμά τους, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, είναι το βιβλίο) και συναντάει ανθρώπους όλων των στάσεων απέναντι στο Αγιον Ορος: τους φανατικούς υπερασπιστές της Ορθοδοξίας και εκείνους που είναι απολύτως βέβαιοι ότι η Παναγία επισκέφθηκε τον Αθω, όπου αντίκρισε αγάλματα των θεών του Ολύμπου, όσους πιστεύουν ότι «οι μοναχοί απωθούν την αρχαιότητα με το ίδιο σθένος που την πολέμησαν οι χριστιανοί τους πρώτους αιώνες», όσους αποσαφηνίζουν ότι «ξέρουν τι κουμάσια είναι οι μοναχοί, τι οπορτουνιστές και τι καρμίρηδες. Ωστόσο, το Ορος δεν παύει να είναι μια κιβωτός που μας ταξιδεύει μέσα στον χρόνο» και, τέλος, όσους, όπως ο καθηγητής Βεζιρτζής, σπουδασμένος στη Σορβόννη και μέντορας του φοιτητή μας, αφού «εποπτεύει τις μεταπτυχιακές του σπουδές», φρονούν ότι «ο χριστιανισμός δεν συνεχίζει την αρχαιότητα, απλά την ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί τη μέρα. Η θεολογία αναιρεί τη φιλοσοφία. Η πρώτη απαντά σε όλα, ενώ η δεύτερη ξέρει κυρίως να ρωτά».
ΣυνύπαρξηΚαι ο φοιτητής μας, επίσης, να ρωτάει ξέρει, ως εντολοδόχος όχι τόσο της σπιτονοικοκυράς του όσο του συγγραφέα, που γνωρίζοντας ήδη το τέλος της περιπέτειας, κινεί προς τα εκεί τον μικρόκοσμο του βιβλίου, στον οποίο συνυπάρχουν πλάσματα της φαντασίας του με υπαρκτά πρόσωπα, όπως ο Περουβιανός μοναχός Συμεών, ο πρώην Γρηγοριάτης, που έχει ήδη εκδώσει βιβλία με ποιήματά του, γραμμένα στα ελληνικά (έχω επισκεφθεί τη «σκήτη» του στο Ορος, στο μόνο της ζωής μου ταξίδιον στον Αθω, στη διάρκεια του οποίου είχα δει στη Σιμωνόπετρα ένα σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών που θα το ζήλευαν τότε και οι πιο «ενημερωμένες» επιχειρήσεις· κι άκουσα κι εγώ εκεί κάποσα από αυτά που αναφέρει ο Αλεξάκης, για τα «πουρναρόψαρα», ας πούμε, όπως βαφτίζονται τα αγριογούρουνα για να ψευτονομιμοποιηθεί η βρώση τους και για την «Παναγία της Παναφονίτισσα»).
Απροσποίητα ιδεολογικό και συνταγμένο με τις αρχές του Διαφωτισμού και του αντικληρικαλιστικού ορθολογισμού, το μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη είναι καλά γραμμένο και καλά αρθρωμένο, με το χιούμορ του και τις εκπλήξεις του, σαν ένα αστυνομικό το οποίο στον καμβά του δέχεται και φιλοσοφικές ή θρησκειολογικές πινελιές· διαβάζεται ευχάριστα, άλλωστε ο Αλεξάκης έχει ήδη αποδείξει και πως είναι καλός αφηγητής και πως δεν γράφει δίχως στόχο και πιθανόν να παρακινήσει σε αναστοχασμό. Η εντύπωσή μου, πάντως, είναι ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα για τον Γάλλο αναγνώστη παρά για τον Ελληνα· ο Γάλλος μέσα από τις σελίδες του θα πληροφορηθεί για μάλλον άγνωστές του πτυχές της μεταχριστιανικής ελληνικής ιστορίας, από την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ώς τις μέρες μας, ενώ ο Ελληνας δεν μπορεί παρά να επιμείνει στη λογοτεχνικότητα του βιβλίου και στον έλεγχό της, στο αν οι συσσωρευτικές πληροφορίες ενσωματώνονται τεχνικά στη ροή του κειμένου ή εξέχουν ανοικονόμητες, αφού δεν παύει να είναι σχετικώς ενήμερος και για όσα συμβαίνουν στον Αθω (κι αυτό είτε έχει διαβάσει το «Αγιον Ορος» του Θέμου Κορνάρου και ό,τι άλλο απομυθοποιητικό είτε όχι, αφού η τηλοψία μάς τροφοδοτεί συνεχώς με όχι και τόσο ιερές ειδήσεις από το τρίτο πόδι της Χαλκιδικής), αλλά και για τις συγκρουσιακές ή και πολεμικές σχέσεις ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και τον Χριστιανισμό· όσες και όποιες κι αν υπήρξαν οι προσπάθειες της πολιτείας, της Εκκλησίας και μιας ορισμένης ιστοριογραφίας να μείνει υποφωτισμένη ή και να αποσιωπηθεί πλήρως η αντιπαλότητα αυτή, οι απόηχοί της ακούγονται ακόμα.
Προς τον ξένο αναγνώστηΕν πάση περιπτώσει, κάποια σημεία του κειμένου, γενικόλογα ή και κάπως συμβατικά γραμμένα, δείχνουν να απευθύνονται μάλλον στον ξένο αναγνώστη, που ίσως δεν έχει υπομονή για πολλές λεπτομέρειες, παρά στον Ελληνα. Επί παραδείγματι, η φράση της σελίδας 239, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία της Ελλάδος «κατάφερε να εισαγάγει στο Σύνταγμα ένα άρθρο που απαγορεύει τη μεταγραφή των ιερών κειμένων στα νέα ελληνικά», και στέκει και δεν στέκει, αφού γενική απαγόρευση δεν υπάρχει: Κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος, «το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη»· ξέρουμε άλλωστε ότι κυκλοφορούν αρκετές μεταφράσεις και ότι η ίδια η Εκκλησία εκδήλωσε προ καιρού την πρόθεσή της να ακούγονται στους ναούς μεταφρασμένες κάποιες περικοπές των Ευαγγελίων.
Του Παντελη Μπουκαλα
Βασίλης Αλεξάκης: «μ.Χ.», μυθιστόρημα. Εκδόσεις «Εξάντας», 2007, σελ. 339.
Ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος του Βασίλη Αλεξάκη είναι ο οικονομικότερος δυνατός: «μ.Χ.». Δύο γραμματάκια, ένα πεζό κι ένα κεφαλαίο, σε έναν οικείο, αμέσως αναγνωρίσιμο συνδυασμό, το σύμβολο μιας καμπής της Ιστορίας: μετά Χριστόν. Η διερεύνηση αυτού του «μετά», λοιπόν, η εστίαση στο πλάσμα «ελληνοχριστιανισμός» ώστε να προσδιοριστούν οι σχέσεις των δύο μελών του, είναι ο στόχος του πεζογραφήματος, το οποίο τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας 2007, δεδομένου ότι ο Ελληνας συγγραφέας (γ. 1943) μοιράζει από το 1968 τις μέρες του στη Γαλλία και την Ελλάδα και αρκετά από τα έργα του πρωτογράφτηκαν στα γαλλικά, για να μεταφραστούν έπειτα στα ελληνικά, άλλοτε έγκαιρα και άλλοτε αργοπορημένα.
Δύσκολο εγχείρημαΠρόκειται για στόχο ιδιαίτερα φιλόδοξο, που θέτει σε δοκιμασία τη λογοτεχνία, τα εργαλεία και τις μεθόδους της. Το εγχείρημα να αναπλαστούν συνοπτικά δύο χιλιετίες, να γεωγραφηθεί μια εκτενέστατη και πλουσιότατη εποχή με τη χάραξη επάλληλων κύκλων γύρω από το Αγιον Ορος, που αποτελεί το κέντρο της αφήγησης, έχει την αυτονόητη και μάλλον ανυπέρβλητη δυσκολία του. Ηρωας του μυθιστορήματος είναι ένας Τηνιακός την καταγωγή πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, που ενώ παρακολουθεί μαθήματα για τους προσωκρατικούς φιλοσόφους (για την περίοδο δηλαδή «όπου η ανθρώπινη σκέψη ανακαλύπτει τις δυνατότητές της, διευρύνει στο άπειρο το πεδίο δράσης της»), δέχεται την πρόταση της σχεδόν τυφλής σπιτονοικοκυράς του (και συντοπίτισσάς του) Ναυσικάς «να συλλέξει πληροφορίες για το Αγιον Ορος, να μάθει ό,τι είναι δυνατόν να μάθει κανείς για τους μοναχούς και τα μοναστήρια». Για να ανταποκριθεί λοιπόν στην επιθυμία της Ναυσικάς, η οποία ελπίζει ότι θα βρει τα ίχνη του αδελφού της που δεκαετίες πριν έφυγε για να μονάσει, ο φοιτητής αγοράζει σχετικά βιβλία και, προσπαθώντας να στήσει ένα δίκτυο πληροφοριών, έρχεται σε επαφή με δημοσιογράφους, ιστορικούς, αρχαιολόγους, Ελληνες και ξένους.
Ο «ιχνηλάτης» μας αρχίζει να κρατάει σημειώσεις (το αποτέλεσμά τους, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, είναι το βιβλίο) και συναντάει ανθρώπους όλων των στάσεων απέναντι στο Αγιον Ορος: τους φανατικούς υπερασπιστές της Ορθοδοξίας και εκείνους που είναι απολύτως βέβαιοι ότι η Παναγία επισκέφθηκε τον Αθω, όπου αντίκρισε αγάλματα των θεών του Ολύμπου, όσους πιστεύουν ότι «οι μοναχοί απωθούν την αρχαιότητα με το ίδιο σθένος που την πολέμησαν οι χριστιανοί τους πρώτους αιώνες», όσους αποσαφηνίζουν ότι «ξέρουν τι κουμάσια είναι οι μοναχοί, τι οπορτουνιστές και τι καρμίρηδες. Ωστόσο, το Ορος δεν παύει να είναι μια κιβωτός που μας ταξιδεύει μέσα στον χρόνο» και, τέλος, όσους, όπως ο καθηγητής Βεζιρτζής, σπουδασμένος στη Σορβόννη και μέντορας του φοιτητή μας, αφού «εποπτεύει τις μεταπτυχιακές του σπουδές», φρονούν ότι «ο χριστιανισμός δεν συνεχίζει την αρχαιότητα, απλά την ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί τη μέρα. Η θεολογία αναιρεί τη φιλοσοφία. Η πρώτη απαντά σε όλα, ενώ η δεύτερη ξέρει κυρίως να ρωτά».
ΣυνύπαρξηΚαι ο φοιτητής μας, επίσης, να ρωτάει ξέρει, ως εντολοδόχος όχι τόσο της σπιτονοικοκυράς του όσο του συγγραφέα, που γνωρίζοντας ήδη το τέλος της περιπέτειας, κινεί προς τα εκεί τον μικρόκοσμο του βιβλίου, στον οποίο συνυπάρχουν πλάσματα της φαντασίας του με υπαρκτά πρόσωπα, όπως ο Περουβιανός μοναχός Συμεών, ο πρώην Γρηγοριάτης, που έχει ήδη εκδώσει βιβλία με ποιήματά του, γραμμένα στα ελληνικά (έχω επισκεφθεί τη «σκήτη» του στο Ορος, στο μόνο της ζωής μου ταξίδιον στον Αθω, στη διάρκεια του οποίου είχα δει στη Σιμωνόπετρα ένα σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών που θα το ζήλευαν τότε και οι πιο «ενημερωμένες» επιχειρήσεις· κι άκουσα κι εγώ εκεί κάποσα από αυτά που αναφέρει ο Αλεξάκης, για τα «πουρναρόψαρα», ας πούμε, όπως βαφτίζονται τα αγριογούρουνα για να ψευτονομιμοποιηθεί η βρώση τους και για την «Παναγία της Παναφονίτισσα»).
Απροσποίητα ιδεολογικό και συνταγμένο με τις αρχές του Διαφωτισμού και του αντικληρικαλιστικού ορθολογισμού, το μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη είναι καλά γραμμένο και καλά αρθρωμένο, με το χιούμορ του και τις εκπλήξεις του, σαν ένα αστυνομικό το οποίο στον καμβά του δέχεται και φιλοσοφικές ή θρησκειολογικές πινελιές· διαβάζεται ευχάριστα, άλλωστε ο Αλεξάκης έχει ήδη αποδείξει και πως είναι καλός αφηγητής και πως δεν γράφει δίχως στόχο και πιθανόν να παρακινήσει σε αναστοχασμό. Η εντύπωσή μου, πάντως, είναι ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα για τον Γάλλο αναγνώστη παρά για τον Ελληνα· ο Γάλλος μέσα από τις σελίδες του θα πληροφορηθεί για μάλλον άγνωστές του πτυχές της μεταχριστιανικής ελληνικής ιστορίας, από την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ώς τις μέρες μας, ενώ ο Ελληνας δεν μπορεί παρά να επιμείνει στη λογοτεχνικότητα του βιβλίου και στον έλεγχό της, στο αν οι συσσωρευτικές πληροφορίες ενσωματώνονται τεχνικά στη ροή του κειμένου ή εξέχουν ανοικονόμητες, αφού δεν παύει να είναι σχετικώς ενήμερος και για όσα συμβαίνουν στον Αθω (κι αυτό είτε έχει διαβάσει το «Αγιον Ορος» του Θέμου Κορνάρου και ό,τι άλλο απομυθοποιητικό είτε όχι, αφού η τηλοψία μάς τροφοδοτεί συνεχώς με όχι και τόσο ιερές ειδήσεις από το τρίτο πόδι της Χαλκιδικής), αλλά και για τις συγκρουσιακές ή και πολεμικές σχέσεις ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και τον Χριστιανισμό· όσες και όποιες κι αν υπήρξαν οι προσπάθειες της πολιτείας, της Εκκλησίας και μιας ορισμένης ιστοριογραφίας να μείνει υποφωτισμένη ή και να αποσιωπηθεί πλήρως η αντιπαλότητα αυτή, οι απόηχοί της ακούγονται ακόμα.
Προς τον ξένο αναγνώστηΕν πάση περιπτώσει, κάποια σημεία του κειμένου, γενικόλογα ή και κάπως συμβατικά γραμμένα, δείχνουν να απευθύνονται μάλλον στον ξένο αναγνώστη, που ίσως δεν έχει υπομονή για πολλές λεπτομέρειες, παρά στον Ελληνα. Επί παραδείγματι, η φράση της σελίδας 239, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία της Ελλάδος «κατάφερε να εισαγάγει στο Σύνταγμα ένα άρθρο που απαγορεύει τη μεταγραφή των ιερών κειμένων στα νέα ελληνικά», και στέκει και δεν στέκει, αφού γενική απαγόρευση δεν υπάρχει: Κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος, «το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη»· ξέρουμε άλλωστε ότι κυκλοφορούν αρκετές μεταφράσεις και ότι η ίδια η Εκκλησία εκδήλωσε προ καιρού την πρόθεσή της να ακούγονται στους ναούς μεταφρασμένες κάποιες περικοπές των Ευαγγελίων.
-
Moira - Τακτικό μέλος
- Δημοσιεύσεις: 225
- Εγγραφή: 13:17 pm 10 01 2008
- Τοποθεσία: Βόρεια Ήπειρος
1 Δημοσίευση
• Σελίδα 1 από 1
Μέλη σε σύνδεση
Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 6 επισκέπτες
- Ευρετήριο Δ. Συζήτησης
- Η ομάδα • Διαγραφή cookies Δ. Συζήτησης • Όλοι οι χρόνοι είναι UTC + 2 ώρες [ DST ]