Διήγημα: Το "κρυφό" λάδι


Το μπλοκ %name διαγράφηκε.Το μπλοκ %name διαγράφηκε.Σύντομη περιγραφή του μπλοκ σας. Χρησιμοποιείται στη <a href="%overview">σελίδα επισκόπησης των μπλοκ</a>.Σύντομη περιγραφή του μπλοκ σας. Χρησιμοποιείται στη σελίδα επισκόπησης των μπλοκ.
Διήγημα: Το "κρυφό" λάδι του Θανάση Παππά

του Θανάση Παππά 

επιμέλεια:Φώτος Κυριαζάτης

Ξημέρωσε ένα μουντό χειμωνιάτικο πρωί που μο ‘σφιξε την καρδιά. Ο βαθύς γκρίζος ουρανός βάραινε πάνω απ’το χωριό και το βουνό, με το σκούρο καπέλο του τραβηγμένο μπροστά, σαν να ζούσε στιγμές περίσκεψης. Απ ΄τα σιαδίσια σπίτια χωρίς τζάκια της γειτονιάς μου, ο καπνός 

αναδίνονταν χαλαρά από τις παλιές αχυρένιες και κεραμωτές τσιατές. Ένα τσούρμο σπουργίτες, με τις λιτές λαλιές τους, περιπλανήθηκαν στον αέρα, σταμάτησαν ανήσυχοι στον παλιό φράχτη της αυλής, πέταξαν στη γυμνή κουμπουλιά και δαμασκηνιά, έπεσαν στον κήπο και τον αλώνισαν για τα καλά. :«κοίτα, κοίτα! σκέφτηκα, προσπαθούν να βρουν θροφή».Με  χαϊδεψε μέσα μου αυτή η σκέψη όταν μου πέρασε η εικόνα του γέρο Θύμιου, που φωναχτά με τόνο διαμαρτυρίας ξέσπαγε:« Ζωή του κερατά, ζωή! Σκέτη πόλεμος είσαι!»Ο κατσούφης και οξύθυμος  γέρο Θύμιος ,που ποτέ δεν είχα παρατηρήσει κάποιο γαϊτανάκι χαμόγελο στα χείλη του κάτω από τα απεριποίητα μουστάκια , το αναφωνούσε στις παρέες, το μονολογούσε οργισμένος στο δρόμο περπατώντας, έτσι καμπούρης, πάντα με τα χέρια πίσω.

    Ένιωσα να μου κρυώνουν τα ξυπόλυτα πόδια μου. Πήρα γρήγορα γρήγορα  μισοβρεγμένα ξύλα για την φωτιά και έστρεψα να μπω μέσα.Η μάνα θωρούσε στην πόρτα. Το ένα χέρι το είχε στηρίξει στο σαγόνι σαν να το κρατούσε και το άλλο στην μικρή τσέπη της ποδιάς. Το βαρύ πονεμένο βλέμμα της ήταν βουτηγμνένο  στον άφαντο Παντοκράτορα απ’ τα πυκνά μαύρα σύννεφα. Το προσωπό της είχε πάρει μια συγκινητική θλιβερή όψη που με τάραξε. Σ΄αυτό το καλοσυνάτο πρόσωπο με το μεγαλείο της μητρικής στοργής και της αξιοπρέπειας  στον σκληρό αγώνα ενάντια στη φτώχια, που αντλούσα δύναμη και σε μέρες πείνας δεν άντεχα τη θλίψη. Με βάραινε  η μελαγχολία και η πίκρα. Προσπάθησα να προσπεράσω χωρίς να την ενο-χλήσω.

 –Βάλε ξύλα στην στιά να μην κρυώσεις ,μου είπε με αδύναμη ζεστή φωνή. Τα ξύλα άρχισαν να σφυρίζουν βρεγμένα μετά πήραν φλόγα 

Η μάνα στάθηκε για λίγο αραγμένη

Πίσω απ’ τον Παντοκράτορα απλώνεται η όμορφη πόλη του Ιονίου κοντινή, αλλά τόσο μα τόσο μακρινή. Σ’αυτή την πόλη  χτυπούσαν πάντα οι σκέψεις και η αγωνία, η λαχτάρα για τον αγαπητό άνθρωπο, που η μοίρα το ΄φερε να χωριστούν  στα ζώ-ντα, αφήνοντάς την με τέσσερα παιδιά μεσ’ στα φουρτουνιασμένα χρόνια της πα-ράλογης εποχής της δικτατορίας. Γύρισε σκουπίζοντας τα μάτια της με την ποδιά, τράβηξε την πόρτα, που έκραξε σαν μια γκρινιάρα χοντρόφωνη γριά και βρέθηκε πίσω της. Έσυρε προσεχτικά κάτι κουρέλια και αποκαλύφθηκε το βαρέλι. Άνοιξε το καπάκι, έχωσε το χέρι μέσα και το έβγαλε γεμάτο με χύμα απο πολτοποιημένες ελιές. Αφού τις κοίταξε, έστρεψε με ένα ζεστό χαμόγελο και μου είπε:

 -Αύριο,παιδάκι , θα κάνουμε τηγανίτες.

Χάρηκα, μα όταν παρατήρησα την λάμψη των δακρυσμένων ματιών της δεν συ-γκρατήθηκα, ξέσπασα σε λυγμούς ακουμπώντας το κεφάλι μου στα γόνατα εκεί κοντά στην φωτιά.

-Τι έπαθες, ψυχή μου, και κλαίς;

Πλησίασε, με χαϊδεψε με φίλησε στο κεφάλι και με έναν βαθύ αναστεναγμό γύρισε πάλι στο βαρέλι να το καλύψει καλά.

  Το κόμμα “του λαού” με τον πιο αυταρχικό τρόπο μας κρατικοποίησε τις ελιές. Οι ελιές μας που στολίζουν τις αυλές, τους κήπους, τα περιβόλια, τους δρόμους, που τις καμαρώναμε και τις προστατεύαμε σαν τα μάτια μας, που θαυμάζαμε τα άνθη τους και χαιρώμασταν τους καρπούς τους, έγιναν ξένες κι αφορμή ρεζιλέματος, εφιάλτης διώξεων και φυλακίσεων. Τα εκτελεστικά όργανα αυτού του παράλογου συστήματος σήκωσαν στα χωριά “Ομάδες επαγρύπνησης  απο νέους με οδηγίες δράσης εώς και τους φούρνους ν’ άνοιγαν  για να οσμιστούν τα μαγειρέματα από ελαιόλαδο. Στο χωριό μας έμεινε ιστορικό ένα περιστατικό. Η ομάδα επαγρύπνη-σης ενός μαχαλά , συνεπής στις οδηγίες, είχε καταντήσει απόξενη και σιχαμερή για τους χωριανούς. Με την επιπολαιότητά της, ζαγάρευαν στο μαχαλά σαν λυσσασμέ-νοι. Κάπου, σε μια οικογένεια παρατήρησαν αμφίβολες  κινήσεις και κινητοποιήθη-καν να τους “πιάσουν στα πράσα”. Όταν το σούρουπο πύκνωσε και το αμυδρό φως των λύχνων και καντηλιών διαφαινόταν στα σπίτια σαν τρεμάμενες ματιές, ένας-ένας , με μεγάλη μυστικότητα, πλησίασαν το σπίτι και κρύφτηκαν έξω από το ξηρό-λιθο αυλόγυρό του. Το μέρος ήταν χαλικώδες. Στην προσπάθειά τους να μην γίνουν αντιληπτοί, δημιουργήθηκε θόρυβος στο χαλίκι, που άγγιξε το αυτί του σπιτονοι-κοκύρη, που είχε βάλει μπρος τη διαδικασία για το βγάλσιμο  του λαδιού.  Υπο-ψιάστηκε ότι τον παρακολουθούσαν. Άνοιξε προσεχτικά την πόρτα και την έκλεισε πάλι προσεχτικά πίσω του, κατέβηκε σιγαλά τη σκάλα και, εδώ, εκεί στο σκοτάδι, πέτυχε μια πέτρα αρκετά βαριά για τον στόχο του. Την πέταξε στο μέρος που σί-γουρα ήταν κρυμμένοι, τάχα πολύ εκνευρισμένος: ‘’Τι νοικοκυραίοι είστε που δεν μαζεύετε το βιο σας; Ααα;’’ Ακούστηκε ένα πνιγερό Ωχ! Χαμογελώντας  ικανοποι-ημένος τότε, μπήκε μέσα στο σπίτι. Ο άτυχος που “γεύτηκε” την πέτρα στο κορμί, έγινε άφαντος μια βδομάδα απο το καφενείο. Όταν παρουσιάστηκε, τα πειράγ-ματα περίσσευαν.

  ‘Ενας νόμος επαχθής στο λαό, αδιάφορος στην φτώχια και στις ανάγκες του  προκαλεί αναστάτωση, γεννά ακήρυχτη αντίδραση και συσπείρωση. Και σε άλλα χωριά συνέβησαν τέτοιου είδους γεγονότα  που έμειναν ανάγλυφα  της  τρομα-κτικής μορφής αυτού του ολοκληρωτικού καθεστώτος.

  -Ακούστε τι συνέβηκε στον Α...., άρχισε να αφηγείται στην παρέα ο μπαρμπα Σταύρος στρίφοντας με έγνοια το περιποιημένο μουστάκι  του. Πλησίασε στο φούρο μια νοικοκυράς ένας απ’ αυτούς τους “ επαγρύπνους” την στιγμή που τον έκλεινε.  Θαρραλαία η σπιτονοικοκυρά άρπαξε το μακρύ μασιά και τον κυνήγησε εώς στην λιάσα της αυλής πολύ αναστατωμένη. ‘’Ζααγαάρι ! Αν σου βαστάει , ζύγωσε πάλε! Ζααγαάρι!’’

-Μωρέ τι καλά του έκανε !... έσπευσαν να επικροτήσουν την τόλμη της οι άλλοι.

-Όταν η αδικία είναι δυσβάστακτη, γίνεσαι τολμηρός γενναίος , φρόνησε κάπως επι-φυλαχτικά ο μπαρμπα Κώστας, που τον εκτιμούσαν για μορφωμένο και με γνώσεις.

-Πού να ακούσετε για μια άλλη στην Ν....

-Πες μας , ωρε Μήτρο, πετάχτηκε ο μπαρμπα Βασίλης.

Ο μπαρμπα Μήτρος είχε ζήσει στην Αθήνα και κατείχε ένα αστικό Αθηναϊκο λε-ξιλόγιο. Εύθυμος και πάντοτε χαριτωμένος, με επιτηδειότητα και τη λεπτότητα της αφήγησης, προξενούσε εύνοια και γοητεία.

-Αυτή όπου λέτε, είχε ονομασία, γιόρταζε το όνομα του γιού της. Είχε γλεντήσει μια ωραία κροθόπιττα, τι κροθόπιττα, μάνα μου , μάνα μου!

-Κάποιο κομμάτι θα είχες φάει, τον πείραξε ο μπαρμπα Κίτσιος με ένα πνιγερό γέλιο. Όλη η παρέα ξέσπασε στα γέλια.

-Λοιπόν , συνέχισε χαμογελώντας ο μπαρμπα Μήτρος, την στιγμή που το είχε βγάλει το ταψί από το φούρνο και με τα πατσαβούρια το είχε πάρει στα χέρια και έστρεψε να μπει μέσα στο σπίτι, βλέπει πολύ κοντά της ένα απο αυτά τα παλικάρια. Τρόμαξε. Τι να έκανε; τον κοίταξε επίμονα και με ένα κολακευτικό χαμόγελο του είπε: ‘’έλα μέσα, έλα μέσα!’’ Αυτή μπροστά και αυτός πίσω μπήκαν μέσα. Έβαλε το ταψί στο σοφρά και του έδωσε ένα σκαμνί να καθίσει. Μετά πήρε το μαχαίρι έκοψε ένα καλό κομμάτι απ’ την κροθόπιττα και το ‘βαλε σ’ ένα πορσελάνινο πιάτο από τα δύο που είχε όλα κιόλα και του το σέρβιρε πάνω σ’ ένα άλλο σκαμνί. Άρχισε να τρώει κάπως με λίμα. Σε μια στιγμή, σταμάτησε να μασάει, ρίχνοντάς της ένα ελαφρύ χαμόγελο. « διάολε ντε!», ανησύχησε η σπιτονοικοκυρά, «αυτό μου χρειάζεται!..» Όταν  όμως άδειασε το πιάτο με έκδηλη την ικανοποίηση και  στήριξε κάπως χτυπητά τις παλά-μες των χεριών στα γόνατα να σηκωθεί να φύγει, η σπιτονοικοκυρά κατάλαβε το γιατί το χαμογελό του. Καθησυχασμένη, με μια ερευνητική ματιά του είπε : «Δεν πι-στεύω να πεις τίποτε;»   Εκείνος σκουπίζοντας τα λαδωμένα χείλη του με το μανίκι ένευσε πως δεν θα το έλεγε πουθενά και σαν χορτασμένο σκυλάκι, απομακρύ-νθηκε.

-Μωρέ, μια κερατένια , τι ωραία το ‘παιξε! Χαριτολόγησε ο μπαρμπα Νάσιος γελώ-ντας συλλαβιστά.

 Τέτοια παρόμοια γεγονότα εμπλούτιζαν τις διασκεδαστικές κουβέντες στις παρέες και με τη δόση της υπερβολής δημιουργούσαν ιλαρότητα και γέλια.  

  Το βράδυ όλη την νύχτα φύσιξε τρελός αέρας .Μας έπεσαν και κάτι κεραμύδια απ’ την τσιατή του σπιτιού, αυξάνοντας έτσι τις σταλαγματιές. Το πρωί με ξύπνησε το ελαφρύ κούνημα της μάνας.

-Θα πας, παιδάκι , να μάσεις κάτι ανεμολόγια στις ελιές πιο  πέρα από το καφενείο; Μου είπε χαϊδευτικά.

 Σηκώθηκα και φόρεσα την παλιά μάλλινη φανέλα  με φθαρμένες κουμπότρυπες και σχισμένη στους αγκώνες. Η μάνα πήρε ένα βελόνι, πέρασε το σπάρτινο ράμμα, μου την έμασε μπροστά και σιγά-σιγά μου έβαλε τρία δέματα κόβοντας το ράμμα με δαυλί, που έπαιρνε από την φωτιά. Συμβουλεύοντας να είμαι προσεκτικός μου ‘δοσε ένα άδειο σακούλι. Βρέθηκα μες στο ψυχρό πρωί. Πέρασα στο κέντρο. Το καλαϊτζήτικο έβγαζε καπνό απ’ τα χατίλια και μέσα ακούγονταν ο “χορός” του μά-στορα στο  ταψί που το έξινε για γάνωμα. Δίπλα το τσαγκάρικο, το ραφτάδικο και το μικρό παντοπωλείο ήταν ακόμα κλειστά. Στην Καμάρα , στην επώνυμη βρύση για όλη την περιοχή και βάλε, η θειάκω  Πανάγω, με το μαντίλι τυλιγμένο στο κεφάλι που μόνο η  μύτη της διακρινόταν λίγο, ξεζάλωνε τη βαρέλα. Της είπα καλημέρα ,  όμως εκείνη τη στιγμή ή δεν μ’ άκουσε ή επειδής έβαζε την βαρέλα στην βρύση, δε μου αποκρίθηκε, διότι μετά έγειρε προς εμένα, εγώ είχα απομακρυνθεί κάπως. Πιο κάτω, απ’ το τζάκι  του καφενείου έβγαινε πυκνός καπνός. Ο μπαρμπα Σπύρος μόλις το είχε ανοίξει. Μέσα διέκρινα την φωνή του μπαρμπα Τέλη, χήρος, που περίμενε πότε να ξημερώσει.

  Βρέθηκα στις ελιές μου. Είχαν πέσει αρκετές. Άρχισα να μαζεύω γρήγορα και να της ρίχνω στο σακούλι. Λίγες είχαν μείνει, όταν ένιωσα ένα χέρι να μου πιάνει το αυτί όχι και τόσο σφιχτά. Ρίγησα. Σηκώθηκα σα μουδιασμένος. Ήταν ο μπαρμπα Γιώρης, ο φύλακας των ελιών του μαχαλά με ένα παλιό διμίτινο παλτό και με το καπέλο μπροστά.

-Τιι κάνεις αυτού; Με ρώτησε σοβαρός, παρατραβώντας το τι.

-Για...κάτι σπ....., μπόρεσα να ψελλίσω με μια βασανιστική αμηχανία.

-Δεν ξέρεις που είναι του κράτους; Με στρίμωξε.

  Τον κοίταξα κατάματα καταπίνοντας τον λυγμό και ένιωσα να βουρκώνω.

-Αμάν, μπαρμπα Γιώρη, μην λες τίποτε στο γραφείο  και μου ρεζιλεύεται η μάνα, τον ικέτευσα.

  Με κοίταξε προσεχτικά. Το προσωπό του με τα έξυπνα μάτια του γεμάτα ρυτίδες και με δύο αυλάκια στα μάγουλα που είχε σκάψει με μανία η φτώχια, οι κακο-τυχίες, ο μόχθος, φωτίστηκε από ένα ευεργετικό χαμόγελο. Με χάιδεψε στο κεφάλι, έριξε μια ερευνητική ματιά γύρω, άφησε το μπαστούνι κάτω και βρέθηκε μπροστά σε μια κλάρα, χαμηλή γι’ αυτόν , γεμάτη σπυριά και άρχισε να “αρμέει” τις ελιές με μια ζηλευτή επιδεξιότητα.  Εγώ κρατούσα το σακούλι ανοιχτό. Πάει και σε μια άλλη κλάρα, δεν πέρασε  πολύ και ένιωσα να μου πιέζεται η πλάτη. Πήρε το μπαστούνι και κοιτάζοντας γύρω  στα πεταχτά, μου είπε να πάρω το μονοπάτι.

-Οι παππούδες μας και οι προπαππούδες  τις φύτεψαν και κανένας άλλος, ξέσπασε και με το δάχτυλο κάθετα στα χείλη του, κατάλαβα τι ήθελε να μου πει μ’ αυτό.

   Ετοιμάστηκα  να του ριχτώ στην αγκαλιά γι’ αυτήν την τόσο μεγαλόψυχη  χειρο-νομία. Σαν να κατάλαβε και χαμογελώντας  ικανοποιημένος μου  χάθηκε μέσα στις ελιές. Τέτοιες χειρονομίες που σου ζεσταίνουν και μεγαλώνουν ψυχή και καρδιά, είναι κρίμα να περνούν στην λήθη.  Πήρα το μονοπάτι πολύ  χαρούμενος. Οι χαρές  του φτωχού είναι σπάνιες , γι’αυτό τις ζει έντονα, μένοντας ανεξίτηλες στη μνήμη. Πέρασα τον λάκκο του Κέντρου, τα πρώτα σπίτια του μαχαλά, βγήκα στις νερατζιές της παπαδιάς που τα ζήλευα και τα εποφθαλμιούσα τα νεράτζια τους για μια σαλάτα ή  να τα έτρωγα κι έτσι αφού θα τα ξεφλούδιζα αδιαφορώντας για την ξυνό-πικρη γεύση τους. Ανηφόρισα και βρέθηκα στην Ράχη και μετά στο σπίτι.

Η μάνα άδειαζε τις ελιές της στο ταψί.

-Κοίτα εδώ, μάνα. Της έδειξα χαρούμενος τις ελιές.

-Παιδάκι μου, πού τις έμασες όλες αυτές;

Της διηγήθηκα με ευλάβεια για τον μπαρμπα Γιώρη.

-Ο μπαρμπα Γιώρης είναι πολύ καλός άνθρωπος. Ο θεός να τον έχει καλά, είπε η μάνα.

Μου πήρε το σακούλι και το άδειασε σε ένα άλλο ταψί.

-Ουχ, μωρή ψυχή μου εσύ έκανες δουλειά σήμερα!

  Ενθουσιάστηκα.  Η μάνα τις ελιές τις έφερνε μέσα στο ζάλωμα, κάτω από το σε-γκούνι, στο πλέγμα, όπου τη βόλευε. Η φωτιά στην γωνία σιγοσβήνονταν. Η μάνα βγήκε  να πάρει ξύλα, ενώ εγώ ερχόμουν γύρω στο σπίτι από το κρύο. Άκουσα να καλημερίζεται με την θειάκω Μαρίκα.

-Έμασες κάνα ανεμολόι σήμερα; ρώτησε τη μάνα.

-Κάτι έμασα, κάτι έμασα, της απάντησε ικανοποιημένη.

Η θειάκω Μαρίκα, αφού κοίταξε πίσω, πλησίασε τον φράχτη και της είπε χαμη-λόφωνα:

 κάψω Μαρίνα την έπαθε.

-Γιατί, τι έπαθε; είπε ανήσυχη η μάνα.

 -Ο Φώτος, το μικρότερο, γελάστηκε από τα κολακευτικά λόγια του δασκάλου και του μαρτύρησε ότι η μάνα του έβγαλε λάδι.

 -Τι μου λες;! Και πώς το’ μαθε η Μαρίνα;

  -Της το είπε το ίδιο το παιδί της, γιατί μετά στενοχωρεύτηκε κι αυτό.

Έπεσε μια σύντομη σιωπή.

-Το χωριό μας, της είπε η μάνα, έχει καλούς ανθρώπους. Θα πάνω να την κα-ταπραΰνω. «Κι αυτός ο δάσκαλος! Αντροπή!» μονολόγησε και αφού πήρε τα ξύλα, μπήκε μέσα.

-Τι έπαθε η θειάκω Μαρίνα, μάνα; την ρώτησα ανυπόμονος.

-Να χεις την γνώμη σου, παιδάκι μου στο σχολειό, μου είπε με μια συμβουλευτική ματιά. Για ο Φώτος, πώς τον ξεγέλασε ο δάσκαλος, του είπε ότι η μάνα του έβγαλε λάδι.

   Έμεινα άφωνος, μου παρουσιάστηκαν απέναντι ο ένας στον άλλο ο  μπαρμπα Γιώρης, ένας χωριάτης, αλλά μεγαλόψυχος, με βάθος σκέψης και ιδανικά κι αυτός ο δάσκαλος, σπουδαγμένος, μα τόσο ρηχός, μικρόψυχος. Κάτι ράισε μέσα μου. «Ο δάσκαλός μου είναι καλός. Ποτέ δεν μας λέει τέτοια» εκτίμησα σίγουρος.

   Με ένα άδειο σακούλι στην πλάτη πέρασα τον δρόμο της γειτονιάς, που είναι και ο κεντρικός δρόμος του χωριού κι όλης της περιοχής να πάρω το λιοσάκουλο στην θειάκο Βανθία, το μόνο λιοσάκουλο στην γειτονιά. Το λιοσάκουλο  ήταν ένας σάκος που κατασκευάζονταν στον αργαλειό με νήμα λιναριού, όχι πολύ κρουστό, διευκολύνοντας το βγάλσιμο του λαδιού. Δύο από τα παιδιά της θειάκο Βανθίας ήταν στην “ομάδα επαγρύπνησης” του μαχαλά μας, αλλά καλά παιδιά. Η κυκλο-φορία του λιοσάκουλου όμως από σπίτι σε σπίτι γινόταν με μεγάλη μυστικότητα.

  Ψηλή, με μια ήρεμη προσεστική περπατησιά, λιγόλογη και αφοσιωμένη στα παιδία της, στο σπίτι της η θειάκω Βανθία έμπνεε σεβασμό. Έστρεψα δεξιά και μπροστά στην λιάσα της αυλής στο πίσω μέρος του σπιτιού της, φώναξα: - Ω θειάκω Βανθία! Ω θειάκω Βανθία!

-Έλα μέσα, ακούστηκε η φιλόξενη φωνή της.

  Ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει. Δεν φοβήθηκα διότι ήξερα που τον κρατούσαν δεμένο στη ρίζα της χοντροσυκιάς απέναντι από την πόρτα του σπιτιού. Προχώρησα Ο σκύλος αγρίεψε περισσότερο τεντώνοντας επικίνδυνα την σκουριασμένη αλυσίδα. Μόλις η θειάκω Βανθία  βγήκε στην πόρτα και το κοίταξε σαν να τσιούλωσε, έκανε ένα μισό κύκλο και κάθισε απεναντί μου με το κεφάλι στηριγμένο στα μπροστινά του.

-Καλημέρα, της είπα, έχεις χαιρετήματα από την μάνα.

-Ευχαριστώ, δος της κι εσύ από μένα, ανταπόδωσε η θειάκω.

   Ο λιναρίκοβος αλατζιάς που φορούσε, μακρύς ως στους αστραγάλους είχε πάρει ένα ανοιχτό γκρι από το πολύ πλύσιμο. Μπήκε στην κουζίνα, προσθεμένη στην είσοδο δεξιά της πόρτας, σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι. Ο σκύλος με κοιτούσε με ολόκληρη ματιά σαν πιστός φύλακας του σπιτιού. Τον κοίταξα και εγώ και τότε παρατήρησα να του παίζει ο πάνω χείλος με άγρια διάθεση σαν να μου έλεγε: « Τι να σου κάνω που είναι η νοικοκυρά, αλλιώς θα σ’ έκανα να χ...... επάνω σου!». Τράβηξα το βλέμμα μου όταν θυμήθηκα το ρητό «Τον σκύλο και τον χωροφύλακα δεν πρέπει να τους κοιτάς στα μάτια». Η θειάκω Βανθία βγήκε απ’ την κουζίνα διπλώνοντας το λιοσάκουλο, πλησίασε και μου το ‘βαλε μέσα στο σακούλι χωρίς να με συμβουλεύψει να το προσέχουμε κι άλλα. Την γνώριζε την έγνοια της μάνας  στο  ξένο πράμα του. Πήρα να φύγω. «Στάσου!» άκουσα να μου λέει . Μπήκε πάλι στην κουζίνα και βγήκε με μερικά στεγνά σύκα και καρύδια και μου τα έδωσε. Την ευχαρίστησα με πολύ σεβασμό κι έφυγα. Έφευγα προτιμώντας την άκρη του δρόμου για να απόφευγα τους περαστικούς.

  Έδωσα της μάνας το σακούλι με το λιοσάκουλο και της είπα: «έχεις χαιρετίσματα από την θειάκω Βανθία». Χαμογέλασε ικανοποιημένη και έλεγξε καλά το λιο-σάκουλο για να έμενε ήσυχη. Μετά το πήρε και το έκρυψε. Τα τέσσερα σύκα και τέσσερα καρύδια τα έδωσα της μάνας.

«Φάτα, παιδάκι μου, φάτα εσύ!» με παρακάλεσε. Εγώ έφαγα μόνον από ένα. Αυτή τη μέρα η μάνα ήταν σε κινητικότητα. Στο ευγενικό της πρόσωπο άρμοζε η ηρεμία της πίστης, της σιγουριάς στη νίκη ενάντια στην καταραμένη φτώχια. Πάει αρκετές φορές να γεμίσει τη βαρέλα στην Καμάρα, εξασφάλισε δύο σκαφίδια, δύο κατσα-ρόλες μεγάλες για το βράσιμο του ελαιόλαδου, έβαλε ξύλα μέσα στο σπίτι, για να απόφευγε τις κινήσεις έξω τη νύχτα, ταχτοποίησε ό,τι χρειαζόταν για το βγάλσιμο του λαδιού. Η μέρα λύγιζε μπροστά  στο σούρουπο που εμφανίζονταν.

-Ουχ, μωρέ παιδάκια μου, εσείς γίγκατε θερμαλατια! άκουσα την μάνα σα να ανα-φώναζε. Βγήκα έξω και με χαρά είδα την Γαρούφω , ζαλωμένη με ένα σακί και τον Στέριο μ’ ένα σακούλι στον ώμο, που το κρατούσε με τα δύο του χέρια. Ήταν τα μαγαλύτερα αδέρφια που επέστρεφαν ύστερα απο 15 μέρες δουλειάς στο Βούρκο. Αφού άφησαν το βάρος κάτω, καλαμπόκι είχαν φέρει, η αμοιβή της εργασίας τους, αγκαλιασθήκαμε και φιληθήκαμε. Φαίνονταν εξαντλημένοι μετά από 4 ώρες περ-πάτημα. Η μάνα πετούσε από χαρά που ήρθαν καλά τα παιδιά της. Έβαλε ξύλα να δυναμώσει  την φωτιά στην γωνία και πηγαινοέρχονταν στο σπίτι να προετοιμάσει να φάμε. « ουχ, μωρε παιδάκια μου!»  τους έλεγε και τα φιλούσε.

   Η νύχτα βάρυνε ψυχρή και η κίνηση στον δρόμο σπάνισε πολύ. Η  μάνα έστησε την πυροστιά στην φωτιά και μαζί με την Γαρούφω, έβαλαν πάνω το καζάνι με νερό. Πέρασε το σκοινί στην κολώνα και το έδεσε στο λιοσάκουλο με θηλιά. Η Γαρούφω, με ένα σαγάνι, έπαιρνε χύμα  με πολτοποιημένες ελιές απο το βαρέλι και τις έριχνε μέσα στο λιοσάκουλο ώσπου πάει μέχρι την μέση. Όταν το νερό στο καζάνι έγινε ζεματιστό, το έριχναν με ένα τσουκάλι στο λιοσάκουλο. Η μάνα  το πίεζε πολύ προ-σεχτικά με το πόδι. Στο άλλο σκαφίδι άρχισε να ρέει το μείγμα με το πολυπόθητο ελαιόλαδο. Εγώ βγήκα έξω να ελέγξω την κατάσταση, καμία αμφίβολη κίνηση, θόρυβο. Έτρεμα στην παγωμένη νύχτα. Την σιωπή της την έσπασε ένα γλύστρημα στο δρόμο έξω απο τον φράχτη του κήπου.

  Ακούστηκε ενα αδύναμο εεπ! με μια αδιάκριτη μουρμούρα. Ήταν ο μπαρμπα Τέλης καλά σουρωμένος. Αφού ταλαντεύτηκε ώσπου ορθώθηκε με ανέλεγκτα βή-ματα  απομακρύνονταν με τον δρόμο όλον δικό του μεθοτραγουδώντας: Όλα τα πουλάκια αμάν-αμάν/ όλα τα πουλάκια ζευγαρωτά/ το έρημο το αηδόνι αμάν- αμάν/ το έρημο τα αηδόνι το μοναχό/ μωρέ το μοναχό…

-Έλα μέσα, πάγωσες, επέμενε η Γαρούφω με έντονο ψιθύρισμα. Έπρεπε να μπω για λίγο μέσα. Η μάνα ξεκουράζονταν επάνω στο σκαφίδι  με το χέρι στο λιοσάκουλο κοιτάζοντας χαμογελαστή την χρυσή λάμψη της επιφάνειας του άλλου σκαφιδιού, που σε συνάρπαζε.

-Κάτσε, παιδάκι, κοντά στην στιά να ζεσταθείς λίγο, είπε.

-Όχι, μάνα, θα το νιώθω περισσότερο το κρύο, όταν βγω έξω.

-Όλα τα ξέρεις εσύ, μου είπε ο Στέριος και γελάσαμε.

Η διαδικασία συνεχίζονταν. Εγώ, συνεπής στο καθήκον μου, έβγαινα συχνά έξω, ώσπου όλα πήραν τέλος και το κάθε τι βάλθηκε στην θέση του. Κουρασμένοι, προπαντώς η μάνα, πλαγιάσαμε να κοιμηθούμε. Το πρωί με ξύπνησε το τσιτσίρισμα του τηγανιού. Η μάνα μαγείρευε τηγανίτες. Σηκώθηκα να βγω έξω να δω πως ξημέρωσε η μέρα. 

-Πού πας; με ρώτησε η Γαρούφω

-Να δω εάν είναι όλα εντάξει, όπως τα άφησα ψες, είπα με υπονοούμενα  και ξε-σπάσαμε όλοι σε χαριτωμένα γέλια.

 Η μουντάρα κι αυτό το πρωί δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί. Στον ορίζοντα ο Παντο-κράτορας, τυλιγμένος με το μαύρο από σύννεφα μανδύα, εκτόξευε αιχμηρά, φωτεινά αστροπελέκια με βαθιά τρανταχτά μπουμπουνητά.

-Έλα μέσα, μου φώναξε η μάνα.

Είχε πλησιάσει  το σοφρά κοντά στη γωνιά και επάνω έβαλε τις πολυπόθητες τηγα-νίτες. Απολαμβάνοντάς τες, κρυφοκοίταξα τ’ αδέρφια μου και με συγκίνησαν τα ταλαιπωρημένα πρόσωπά τους. Ένιωσα σαν υποχρέωση την συμμετοχή μου στην επόμενη εξόρμηση.