ΧΩΡΙΣ ΚΟΣΟΒΟ ΚΑΙ ΤΣΑΜΟΥΡΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΒΑΝΙΑ. ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ Κ
Δημοσιεύτηκε: 04:50 am 04 03 2008
Το αλβανικό εθνικιστικό κίνημα και οι θέσεις της Αλβανικής Ακαδημίας Επιστημών
Του Φάνη Μαλκίδη
1.Εισαγωγή
Η εντεινόμενη δράση των αλβανικών στρατιωτικών σωμάτων στο Κοσσυφοπέδιο μετά το 1997 συνέπεσε με τη θεωρητική τεκμηρίωση του εθνικού ζητήματος από τη δημοσίευση-πρωτοβουλία της Ακαδημίας Επιστημών των Τιράνων- του κειμένου για το εθνικό ζήτημα. ενός εξαιρετικής σημασίας βιβλίου με τίτλο «Πλατφόρμα για την επίλυση του Αλβανικού Εθνικού ζητήματος», το οποίο κυκλοφόρησε στην αλβανική γλώσσα και κατέγραφε την αλβανική οπτική για τη χερσόνησο του Αίμου και τους αλβανικούς πληθυσμούς του χώρου, σκοπεύοντας να το μετατρέψει σε πρόγραμμα δράσης όλων των Αλβανών.
Η νατοϊκή επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο το 1999 και οι συγκρούσεις στην πΓΔΜ το 2001 που κατέληξαν στη συγκυριαρχία των Αλβανών με τη συμφωνία της Αχρίδας του ίδιου έτους, έδωσαν τη δυνατότητα στον αλβανικό παράγοντα να εδραιώσει και να υλοποιήσει εν μέρει ξανά, πενήντα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τις εθνικές του διεκδικήσεις . στο μεν Κοσσυφοπέδιο με την de facto κυριαρχία των Αλβανών, η οποία κατέληξε στην μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και στη στη δε πΓΔΜ με την ουσιαστική συγκυβέρνηση με το σλαβικό πληθυσμό και τη διαφαινόμενη αλλαγή συνόρων και εδώ. Ακολούθησαν τα αιτήματα για παραχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων στους Αλβανούς στη νότια Σερβία (κοιλάδα του Πρέσεβο), του Μαυροβουνίου και της Ελλάδας και διεκδικήσεις εδαφών από τις τρεις αυτές χώρες και τη νέα ολοκληρωμένη προσέγγιση του εθνικού ζητήματος. Προσέγγιση που ταυτίζεται με την πολιτική που ακολουθεί όλο το φάσμα της αλβανικής πολιτικής σκηνής, τόσο στην Αλβανία όσο και στη Διασπορά.
2.Η Αλβανική Ακαδημία Επιστημών και η θέση της για το Αλβανικό εθνικό ζήτημα
Σχετικά νεοσύστατη- ιδρύθηκε το 1972- η Αλβανική Ακαδημία Επιστημών, είναι το πιο σημαντικό επιστημονικό ίδρυμα της χώρας. Περιλαμβάνει επιστημονικά ιδρύματα, κέντρα και οργανισμούς, και παρότι η νομοθεσία μετά το 1991 καθορίζει το καθεστώς της ως ανεξάρτητο ίδρυμα, εντούτοις συνεχίζει να χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση.
Οι κύριοι στόχοι της Ακαδημίας είναι η ανάληψη και η δημοσιοποίηση μελετών και ερευνών σε διάφορους τομείς της επιστήμης, η συνεργασία με το δίκτυο των ιδρυμάτων της και άλλα επιστημονικά ιδρύματα και πανεπιστήμια στην Αλβανία, η συμμετοχή του επιστημονικού της δυναμικού σε ποικίλες δραστηριότητές τους, η συγκρότηση των διαδικασιών για την απόκτηση επιστημονικών βαθμών και τίτλων, η οργάνωση εθνικών και διεθνών δραστηριοτήτων, η δημιουργία και η σύσφιγξη σχέσεων καθώς και η συνεργασία με τις ξένες ακαδημίες.
Το Ινστιτούτο Ιστορίας που ασχολείται με τους αλβανικούς πληθυσμούς και το «εθνικό ζήτημα», έχει ως στόχο τη μελέτη της ιστορίας των αλβανικών πληθυσμών εντός και εκτός του αλβανικού κράτους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Αυτός ο στόχος επιτυγχάνεται με την προετοιμασία και τη δημοσίευση συλλογών, μονογραφιών, άρθρων, καθώς επίσης και με την οργάνωση των επιστημονικών δραστηριοτήτων, όπως συμπόσια, συνέδρια, συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης, εργαστήρια, διασκέψεις υπό το πρίσμα της ιστορίας των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, πολιτικών και διπλωματικών θέσεων της Αλβανίας στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και ευρύτερα. Οι κύριες κατευθύνσεις της επιστημονικής δραστηριότητας του Ινστιτούτο Ιστορίας είναι η ιστορία των αλβανικών πληθυσμών στην περίοδο του Μεσαίωνα, η Αλβανία υπό την οθωμανική κατοχή, η αλβανική εθνική αναγέννηση, η δημιουργία του αλβανικού κράτους, τα προβλήματα του εθνικού απελευθερωτικού πολέμου, η Αλβανία στην περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος (1944-1990), τα προβλήματα της ιστορίας των εθνικών εδαφών και της Διασποράς, ενώ στα ίδια αντικείμενα έχει πραγματοποιήσει και σχετικές εκδόσεις.
3.Η επιστήμη και το αλβανικό εθνικό ζήτημα
Η Ακαδημία Επιστημών ήδη επί καθεστώτος Χότζα και ΚΕΑ, είχε δείξει κάποιες τάσεις προς την κατεύθυνση τεκμηρίωσης και ανάληψης της πρωτοπορίας στο εθνικό ζήτημα, όταν σε έκδοσή της με τον τίτλο «Οι Αλβανοί και οι περιοχές τους» (1982) είχε συμπεριλάβει κείμενα πανεπιστημιακών από το Κοσσυφοπέδιο. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η ίδια Ακαδημία θα έλθει πολλές φορές σε αντιπαράθεση με την ομόλογή της του Βελιγραδίου, πάνω στο ερώτημα, κατά πόσον οι σημερινοί Αλβανοί είναι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, συνεπώς οι αλβανικοί πληθυσμοί του Κοσσυφοπεδίου είναι αυτόχθονες πριν από την κάθοδο των σλαβικών φύλλων ή των αρχαίων Θρακών, άρα εξίσου έποικοι στην περιοχή με τους Σέρβους. Η αποφασιστική όμως τομή στη δράση της Ακαδημίας ήρθε το 1998, με τη δημοσίευση της «Πλατφόρμας για την επίλυση του Αλβανικού Ζητήματος», η οποία έστω και καθυστερημένα ήρθε να απαντήσει στη Σερβική Ακαδημία Επιστημών και στη θέση της για το Κοσσυφοπέδιο.
Το βιβλίο αυτό- αντίτυπα του οποίου θα πουληθούν σε μαζική κλίμακα στην Αλβανία, στο Κοσσυφοπέδιο, τις αλβανικές επαρχίες της πΓΔΜ, και στην αλβανική Διασπορά- χαρακτηρίζεται από αλυτρωτισμό, αφού υποστηρίζεται η «ένωση όλων των Αλβανών σε ένα εθνικό κράτος», ενώ τα όρια του «ιστορικά εθνικού αλβανικού χώρου» απλώνονται πολύ πέρα από τις κατοικούμενες από Αλβανούς περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, για να περιλάβουν την «μείζονα Τσαμουριά» (μέχρι την Πρέβεζα), την Καστοριά και τη Φλώρινα. Κεντρικό ρόλο στη δημοσίευση του κειμένου θεωρείται ο καθηγητής Ίλι Πόπα (Illy Popa), πρόεδρος της Αλβανικής Ακαδημίας και ηγετικό στέλεχος της Αλβανικής Επιτροπής του Ελσίνκι. Αναλαμβάνοντας την προεδρία του ιδρύματος το 1997, θα διαβεβαιώσει τον τότε πρόεδρο της χώρας καθηγητή Ρετζέπ Μεϊντάνι (Rehxep Meidani), με τον οποίο διατηρούσε στενές σχέσεις ότι «θα είναι ιδιαίτερα παρών στα μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να υπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα» και πως «το εθνικό ζήτημα θα είναι στο εξής η προτεραιότητα της Ακαδημίας».
Το κείμενο της Ακαδημίας περιλαμβάνει το κεφάλαιο εισαγωγής στο αλβανικό εθνικό ζήτημα, ενώ στη συνέχεια αναπτύσσονται οι θέσεις της Ακαδημίας Επιστημών για την αποκοπή των εθνικών εδαφών από τη μητέρα πατρίδα, η άρνηση στους αλβανικούς πληθυσμούς του δικαιώματος στον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, ο περαιτέρω «αποχωρισμός», όπως τονίζεται των εθνικών εδαφών, η προκήρυξη για τη Δημοκρατία του Κοσσυφοπεδίου, η οδός για την επίλυση του ανοιχτού θέματος του Κοσσυφοπεδίου, ενώ το βιβλίο κλείνει με τις αναλυτικές αναφορές στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου, των Αλβανών της πΓΔΜ, του Μαυροβουνίου, της Ελλάδας και των γλωσσικών και πολιτιστικών μειονοτικών ομάδων (Ιταλία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ουκρανία, Βεσσαραβία, Σλαβονία, Δαλματία, Αίγυπτος και αλλού).
4.Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Το αλβανικό εθνικό ζήτημα στη σύγχρονη περίοδο αποτέλεσε σε μείζον πολιτικό θέμα για τις ελίτ που διαχειρίστηκαν την εξουσία, τόσο στην Αλβανία, όσο και στο Κοσσυφοπέδιο και την πΓΔΜ. Παρότι το εθνικό ζήτημα έγινε μέρος της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης, εσωτερικής ρητορείας και αντικείμενο εκμετάλλευσης, όταν άλλα προβλήματα ήταν πολύ έντονα (φτώχεια, διαφθορά, «πυραμίδες»), εντούτοις δεν έπαψε να συγκινεί τη συντριπτική πλειοψηφία των αλβανικών πληθυσμών.
Το «εθνικό ζήτημα», όπως αναλύεται στην «Πλατφόρμα» συμπίπτει με τα οράματα των Αλβανών λίγο πριν τη δημιουργία του αλβανικού κράτους για ένωση των αλβανικών πληθυσμών της Βαλκανικής. Η επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής για την πραγματοποίηση της έκδοσης συνέπεσε με την αυξανόμενη δράση του UCK, με την απομάκρυνση της λύσης πάνω σ΄ ένα συμβιβασμό με το σερβικό καθεστώς και την ώρα που υλοποιούνταν η επέμβαση μιας διεθνούς δύναμης υπέρ των Αλβανών. Η Ακαδημία ήρθε στην κατάλληλη στιγμή να εκφράσει στο ιδεολογικό επίπεδο και ν΄ αναγάγει στο ζητούμενο, από την αλβανική κοινωνία, το όραμα και τους εθνικούς πόθους, στους οποίους συνηγόρησε η άφιξη και εγκατάσταση των νατοϊκών δυνάμεων στο αλβανικό έδαφος και η, έστω και πρόσκαιρη, αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου της χώρας, δεδομένα που θεωρήθηκαν ως το πρώτο αναγκαίο βήμα για την εκπλήρωση του εθνικού οράματος.
Αξίζει να σημειωθεί βεβαίως ότι το κείμενο της Ακαδημίας Επιστημών στάλθηκε και στην αντίστοιχη Ακαδημία της Πρίστινα, με στόχο να αποτελέσει κοινό πλαίσιο δράσης. Οι Αλβανοί όμως ακαδημαϊκοί του Κοσσυφοπεδίου απέρριψαν το κείμενο, αφού δεν έθετε το ζήτημα της περιθωριοποίησης του θέματος επί Χότζα, ενώ θεωρήθηκε μετριοπαθές, παρότι το εθνικό όραμα της Ακαδημίας των Τιράνων έθετε ως στόχο την αλβανική κυριαρχία σ΄ ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο, στο 50% του εδάφους της πΓΔΜ, στο 20% του Μαυροβουνίου και στο 15% της Ελλάδας.
Στην αλβανική περίπτωση το εθνικό ζήτημα δεν αποτελεί ένα ασαφές και νεφελώδες όραμα μίας συγκεκριμένης πολιτικής και οικονομικής ομάδας που για τα δικά της συμφέροντα προωθεί τις εθνικές διεκδικήσεις. Τους ταυτισμένους με την εθνική ολοκλήρωση αλβανικούς πληθυσμούς, τους συνεπαίρνει η προοπτική της εθνικής καταξίωσης και φροντίζουν να το αποδεικνύουν με πολλούς τρόπους, σε κάθε τόπο ακολουθώντας τις περιστάσεις και τις ανάγκες (άλλοτε το Ισλάμ και άλλοτε τον «αλβανισμό ως μόνη «θρησκεία»), σε κάθε περίοδο ακολουθώντας τον ισχυρό (Ιταλία, Άξονα, ΕΣΣΔ, ΗΠΑ). Συμπερασματικά, το αλβανικό εθνικό ζήτημα αποτελεί σημαντική παράμετρο του παρόντος και μέλλοντος της χερσονήσου του Αίμου, αφού οι καθημερινές πολιτικές εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο, την πΓΔΜ και τη Σερβία (Πρέσεβο), συνηγορούν προς αυτό. Κάθε υποτίμηση αλλά και υπερτίμηση του αλβανικού εθνικού ζητήματος δε συμβαδίζει με τις πραγματικές διαστάσεις ενός λαού και της εθνικής του ολοκλήρωσης, την οποία αναζητά μέσα από την ενιαία εθνική ταυτότητα και καταξίωση, μέσα από (εφήμερες) συμμαχίες, ριζοσπαστικές διεκδικήσεις και βία.
Ο Φάνης Μαλκίδης, διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και είναι συγγραφέας του βιβλίου «Όψεις του αλβανικού εθνικού ζητήματος».
Του Φάνη Μαλκίδη
1.Εισαγωγή
Η εντεινόμενη δράση των αλβανικών στρατιωτικών σωμάτων στο Κοσσυφοπέδιο μετά το 1997 συνέπεσε με τη θεωρητική τεκμηρίωση του εθνικού ζητήματος από τη δημοσίευση-πρωτοβουλία της Ακαδημίας Επιστημών των Τιράνων- του κειμένου για το εθνικό ζήτημα. ενός εξαιρετικής σημασίας βιβλίου με τίτλο «Πλατφόρμα για την επίλυση του Αλβανικού Εθνικού ζητήματος», το οποίο κυκλοφόρησε στην αλβανική γλώσσα και κατέγραφε την αλβανική οπτική για τη χερσόνησο του Αίμου και τους αλβανικούς πληθυσμούς του χώρου, σκοπεύοντας να το μετατρέψει σε πρόγραμμα δράσης όλων των Αλβανών.
Η νατοϊκή επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο το 1999 και οι συγκρούσεις στην πΓΔΜ το 2001 που κατέληξαν στη συγκυριαρχία των Αλβανών με τη συμφωνία της Αχρίδας του ίδιου έτους, έδωσαν τη δυνατότητα στον αλβανικό παράγοντα να εδραιώσει και να υλοποιήσει εν μέρει ξανά, πενήντα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τις εθνικές του διεκδικήσεις . στο μεν Κοσσυφοπέδιο με την de facto κυριαρχία των Αλβανών, η οποία κατέληξε στην μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και στη στη δε πΓΔΜ με την ουσιαστική συγκυβέρνηση με το σλαβικό πληθυσμό και τη διαφαινόμενη αλλαγή συνόρων και εδώ. Ακολούθησαν τα αιτήματα για παραχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων στους Αλβανούς στη νότια Σερβία (κοιλάδα του Πρέσεβο), του Μαυροβουνίου και της Ελλάδας και διεκδικήσεις εδαφών από τις τρεις αυτές χώρες και τη νέα ολοκληρωμένη προσέγγιση του εθνικού ζητήματος. Προσέγγιση που ταυτίζεται με την πολιτική που ακολουθεί όλο το φάσμα της αλβανικής πολιτικής σκηνής, τόσο στην Αλβανία όσο και στη Διασπορά.
2.Η Αλβανική Ακαδημία Επιστημών και η θέση της για το Αλβανικό εθνικό ζήτημα
Σχετικά νεοσύστατη- ιδρύθηκε το 1972- η Αλβανική Ακαδημία Επιστημών, είναι το πιο σημαντικό επιστημονικό ίδρυμα της χώρας. Περιλαμβάνει επιστημονικά ιδρύματα, κέντρα και οργανισμούς, και παρότι η νομοθεσία μετά το 1991 καθορίζει το καθεστώς της ως ανεξάρτητο ίδρυμα, εντούτοις συνεχίζει να χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση.
Οι κύριοι στόχοι της Ακαδημίας είναι η ανάληψη και η δημοσιοποίηση μελετών και ερευνών σε διάφορους τομείς της επιστήμης, η συνεργασία με το δίκτυο των ιδρυμάτων της και άλλα επιστημονικά ιδρύματα και πανεπιστήμια στην Αλβανία, η συμμετοχή του επιστημονικού της δυναμικού σε ποικίλες δραστηριότητές τους, η συγκρότηση των διαδικασιών για την απόκτηση επιστημονικών βαθμών και τίτλων, η οργάνωση εθνικών και διεθνών δραστηριοτήτων, η δημιουργία και η σύσφιγξη σχέσεων καθώς και η συνεργασία με τις ξένες ακαδημίες.
Το Ινστιτούτο Ιστορίας που ασχολείται με τους αλβανικούς πληθυσμούς και το «εθνικό ζήτημα», έχει ως στόχο τη μελέτη της ιστορίας των αλβανικών πληθυσμών εντός και εκτός του αλβανικού κράτους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Αυτός ο στόχος επιτυγχάνεται με την προετοιμασία και τη δημοσίευση συλλογών, μονογραφιών, άρθρων, καθώς επίσης και με την οργάνωση των επιστημονικών δραστηριοτήτων, όπως συμπόσια, συνέδρια, συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης, εργαστήρια, διασκέψεις υπό το πρίσμα της ιστορίας των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, πολιτικών και διπλωματικών θέσεων της Αλβανίας στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και ευρύτερα. Οι κύριες κατευθύνσεις της επιστημονικής δραστηριότητας του Ινστιτούτο Ιστορίας είναι η ιστορία των αλβανικών πληθυσμών στην περίοδο του Μεσαίωνα, η Αλβανία υπό την οθωμανική κατοχή, η αλβανική εθνική αναγέννηση, η δημιουργία του αλβανικού κράτους, τα προβλήματα του εθνικού απελευθερωτικού πολέμου, η Αλβανία στην περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος (1944-1990), τα προβλήματα της ιστορίας των εθνικών εδαφών και της Διασποράς, ενώ στα ίδια αντικείμενα έχει πραγματοποιήσει και σχετικές εκδόσεις.
3.Η επιστήμη και το αλβανικό εθνικό ζήτημα
Η Ακαδημία Επιστημών ήδη επί καθεστώτος Χότζα και ΚΕΑ, είχε δείξει κάποιες τάσεις προς την κατεύθυνση τεκμηρίωσης και ανάληψης της πρωτοπορίας στο εθνικό ζήτημα, όταν σε έκδοσή της με τον τίτλο «Οι Αλβανοί και οι περιοχές τους» (1982) είχε συμπεριλάβει κείμενα πανεπιστημιακών από το Κοσσυφοπέδιο. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η ίδια Ακαδημία θα έλθει πολλές φορές σε αντιπαράθεση με την ομόλογή της του Βελιγραδίου, πάνω στο ερώτημα, κατά πόσον οι σημερινοί Αλβανοί είναι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών, συνεπώς οι αλβανικοί πληθυσμοί του Κοσσυφοπεδίου είναι αυτόχθονες πριν από την κάθοδο των σλαβικών φύλλων ή των αρχαίων Θρακών, άρα εξίσου έποικοι στην περιοχή με τους Σέρβους. Η αποφασιστική όμως τομή στη δράση της Ακαδημίας ήρθε το 1998, με τη δημοσίευση της «Πλατφόρμας για την επίλυση του Αλβανικού Ζητήματος», η οποία έστω και καθυστερημένα ήρθε να απαντήσει στη Σερβική Ακαδημία Επιστημών και στη θέση της για το Κοσσυφοπέδιο.
Το βιβλίο αυτό- αντίτυπα του οποίου θα πουληθούν σε μαζική κλίμακα στην Αλβανία, στο Κοσσυφοπέδιο, τις αλβανικές επαρχίες της πΓΔΜ, και στην αλβανική Διασπορά- χαρακτηρίζεται από αλυτρωτισμό, αφού υποστηρίζεται η «ένωση όλων των Αλβανών σε ένα εθνικό κράτος», ενώ τα όρια του «ιστορικά εθνικού αλβανικού χώρου» απλώνονται πολύ πέρα από τις κατοικούμενες από Αλβανούς περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, για να περιλάβουν την «μείζονα Τσαμουριά» (μέχρι την Πρέβεζα), την Καστοριά και τη Φλώρινα. Κεντρικό ρόλο στη δημοσίευση του κειμένου θεωρείται ο καθηγητής Ίλι Πόπα (Illy Popa), πρόεδρος της Αλβανικής Ακαδημίας και ηγετικό στέλεχος της Αλβανικής Επιτροπής του Ελσίνκι. Αναλαμβάνοντας την προεδρία του ιδρύματος το 1997, θα διαβεβαιώσει τον τότε πρόεδρο της χώρας καθηγητή Ρετζέπ Μεϊντάνι (Rehxep Meidani), με τον οποίο διατηρούσε στενές σχέσεις ότι «θα είναι ιδιαίτερα παρών στα μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να υπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα» και πως «το εθνικό ζήτημα θα είναι στο εξής η προτεραιότητα της Ακαδημίας».
Το κείμενο της Ακαδημίας περιλαμβάνει το κεφάλαιο εισαγωγής στο αλβανικό εθνικό ζήτημα, ενώ στη συνέχεια αναπτύσσονται οι θέσεις της Ακαδημίας Επιστημών για την αποκοπή των εθνικών εδαφών από τη μητέρα πατρίδα, η άρνηση στους αλβανικούς πληθυσμούς του δικαιώματος στον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, ο περαιτέρω «αποχωρισμός», όπως τονίζεται των εθνικών εδαφών, η προκήρυξη για τη Δημοκρατία του Κοσσυφοπεδίου, η οδός για την επίλυση του ανοιχτού θέματος του Κοσσυφοπεδίου, ενώ το βιβλίο κλείνει με τις αναλυτικές αναφορές στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου, των Αλβανών της πΓΔΜ, του Μαυροβουνίου, της Ελλάδας και των γλωσσικών και πολιτιστικών μειονοτικών ομάδων (Ιταλία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ουκρανία, Βεσσαραβία, Σλαβονία, Δαλματία, Αίγυπτος και αλλού).
4.Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Το αλβανικό εθνικό ζήτημα στη σύγχρονη περίοδο αποτέλεσε σε μείζον πολιτικό θέμα για τις ελίτ που διαχειρίστηκαν την εξουσία, τόσο στην Αλβανία, όσο και στο Κοσσυφοπέδιο και την πΓΔΜ. Παρότι το εθνικό ζήτημα έγινε μέρος της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης, εσωτερικής ρητορείας και αντικείμενο εκμετάλλευσης, όταν άλλα προβλήματα ήταν πολύ έντονα (φτώχεια, διαφθορά, «πυραμίδες»), εντούτοις δεν έπαψε να συγκινεί τη συντριπτική πλειοψηφία των αλβανικών πληθυσμών.
Το «εθνικό ζήτημα», όπως αναλύεται στην «Πλατφόρμα» συμπίπτει με τα οράματα των Αλβανών λίγο πριν τη δημιουργία του αλβανικού κράτους για ένωση των αλβανικών πληθυσμών της Βαλκανικής. Η επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής για την πραγματοποίηση της έκδοσης συνέπεσε με την αυξανόμενη δράση του UCK, με την απομάκρυνση της λύσης πάνω σ΄ ένα συμβιβασμό με το σερβικό καθεστώς και την ώρα που υλοποιούνταν η επέμβαση μιας διεθνούς δύναμης υπέρ των Αλβανών. Η Ακαδημία ήρθε στην κατάλληλη στιγμή να εκφράσει στο ιδεολογικό επίπεδο και ν΄ αναγάγει στο ζητούμενο, από την αλβανική κοινωνία, το όραμα και τους εθνικούς πόθους, στους οποίους συνηγόρησε η άφιξη και εγκατάσταση των νατοϊκών δυνάμεων στο αλβανικό έδαφος και η, έστω και πρόσκαιρη, αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου της χώρας, δεδομένα που θεωρήθηκαν ως το πρώτο αναγκαίο βήμα για την εκπλήρωση του εθνικού οράματος.
Αξίζει να σημειωθεί βεβαίως ότι το κείμενο της Ακαδημίας Επιστημών στάλθηκε και στην αντίστοιχη Ακαδημία της Πρίστινα, με στόχο να αποτελέσει κοινό πλαίσιο δράσης. Οι Αλβανοί όμως ακαδημαϊκοί του Κοσσυφοπεδίου απέρριψαν το κείμενο, αφού δεν έθετε το ζήτημα της περιθωριοποίησης του θέματος επί Χότζα, ενώ θεωρήθηκε μετριοπαθές, παρότι το εθνικό όραμα της Ακαδημίας των Τιράνων έθετε ως στόχο την αλβανική κυριαρχία σ΄ ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο, στο 50% του εδάφους της πΓΔΜ, στο 20% του Μαυροβουνίου και στο 15% της Ελλάδας.
Στην αλβανική περίπτωση το εθνικό ζήτημα δεν αποτελεί ένα ασαφές και νεφελώδες όραμα μίας συγκεκριμένης πολιτικής και οικονομικής ομάδας που για τα δικά της συμφέροντα προωθεί τις εθνικές διεκδικήσεις. Τους ταυτισμένους με την εθνική ολοκλήρωση αλβανικούς πληθυσμούς, τους συνεπαίρνει η προοπτική της εθνικής καταξίωσης και φροντίζουν να το αποδεικνύουν με πολλούς τρόπους, σε κάθε τόπο ακολουθώντας τις περιστάσεις και τις ανάγκες (άλλοτε το Ισλάμ και άλλοτε τον «αλβανισμό ως μόνη «θρησκεία»), σε κάθε περίοδο ακολουθώντας τον ισχυρό (Ιταλία, Άξονα, ΕΣΣΔ, ΗΠΑ). Συμπερασματικά, το αλβανικό εθνικό ζήτημα αποτελεί σημαντική παράμετρο του παρόντος και μέλλοντος της χερσονήσου του Αίμου, αφού οι καθημερινές πολιτικές εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο, την πΓΔΜ και τη Σερβία (Πρέσεβο), συνηγορούν προς αυτό. Κάθε υποτίμηση αλλά και υπερτίμηση του αλβανικού εθνικού ζητήματος δε συμβαδίζει με τις πραγματικές διαστάσεις ενός λαού και της εθνικής του ολοκλήρωσης, την οποία αναζητά μέσα από την ενιαία εθνική ταυτότητα και καταξίωση, μέσα από (εφήμερες) συμμαχίες, ριζοσπαστικές διεκδικήσεις και βία.
Ο Φάνης Μαλκίδης, διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και είναι συγγραφέας του βιβλίου «Όψεις του αλβανικού εθνικού ζητήματος».