Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης (1905-1985)
Ο κατά κόσμον Αναστάσιος-Αθανάσιος γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1905 στην Δρόβιανη της επαρχίας Δελβίνου Βορείου Ηπείρου. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του. Με το τέλος του δημοτικού σχολείου ο έφηβος πλέον Αναστάσιος έμελλε να εγκαταλείψει το περιβάλλον του χωριού. Ήδη ο πατέρας του είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά, όπου εργαζόταν. Και ο ίδιος έπρεπε να τον ακολουθήσει για να εργαστεί κοντά του. Έτσι, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την μητέρα και τον μικρότερο αδελφό του.
Ο ίδιος περιγράφει την αναχώρησή του από το χωριό: «Από την Δρόβιανη δεν θυμούμαι αν έφυγα με σκοπό να ξαναγυρίσω». Ο χωρισμός αυτός κόστισε σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Ιδιαίτερα στην μητέρα του Αθηνά.
Ο ανηψιός του μας πληροφορεί σχετικά: «Για πρώτη φορά άκουσα για τον γέροντα το 1941, όταν επιστρέψαμε από Ελλάδα, εγώ, η μαμά μου Ευθαλία και ο πατέρας μου Κίμων, όπου με είχαν φέρει για κάποια χειρουργική επέμβαση. Όταν, λοιπόν, επιστρέψαμε στο σπίτι, με ρώτησε η γιαγιά μου· τον θείο σου τον είδες; Τον αντάμωσες; Εγώ με απορία την κοίταξα στα μάτια και ρώτησα· ποίον; Και μου λέει· τον Γεράσιμο. (Ήξερε ότι έγινε μοναχός, γιατί είχαν αλληλογραφία). Όχι, της λέω. Ήμουν 5-6 χρονών τότε. Έκτοτε άρχισα να ζω την αγωνία της γιαγιάς μου, μήπως κλείσει τα μάτια της μη βλέποντάς τον ποτέ, πράγμα που έγινε κιόλας».
...
Ο Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος υμνογράφος της μεταβυζαντινής εποχής. Το έργο του γνώρισε μεγάλη απήχηση και η φήμη του ως υμνογράφου ξεπέρασε σύντομα το ασκητικό κελλί και διαδόθηκε σε ολόκληρο το Άγιον Όρος. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι η αναγνώριση του έργου δεν συνέβη κατά το τέλος η έστω την διάρκεια της υμνογραφικής παραγωγής, αλλά ήδη από τα πρώιμα στάδιά της.
Η Εκκλησία αποδέχθηκε πολύ νωρίς το έργο του νέου υμνογράφου της και το ενέταξε στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Επανειλημμένα επαινεί το έργο και τιμά το πρόσωπο του υμνογράφου. Οι ύμνοι ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, εντάσσονται δηλαδή στην λειτουργική χρήση, παράλληλα με τα έργα των προγενέστερων μεγάλων υμνογράφων της. Η ευρεία απήχηση του έργου φαίνεται και από την μεγάλη ζήτηση των διαφόρων ακολουθιών, από ολόκληρο τον κόσμο, προκειμένου να συμπληρωθούν τα εκκλησιαστικά βιβλία.
Όπως ήταν φυσικό, η πανθομολογούμενη αναγνώριση της αξίας του έργου του υμνογράφου προκάλεσε και την, συνδεόμενη με αυτήν, απονομή διαφόρων διακρίσεων, τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία.
Η Εκκλησία τίμησε τον υμνογράφο με πολλές διακρίσεις. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του απονέμει την ευαρέσκειά του. Η ανώτατη εκκλησιαστική διάκριση δόθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, όταν ο π. Γεράσιμος ονομάστηκε Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως αναφέρει το σχετικό πατριαρχικό γράμμα με ημερομηνία 25 Αυγούστου 1955.
Πέρα από τις παραπάνω εκκλησιαστικές διακρίσεις ο υμνογράφος έλαβε και πολλά μετάλλια και παράσημα. Το 1963 του απονεμήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο σταυρός της χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους, για την συμβολή του στην διοργάνωση και επιτυχία των εορτών που είχαν προγραμματισθεί.
Εκτός από την Εκκλησία και η Ελληνική Πολιτεία τίμησε τον υμνογράφο. Η ύψιστη τιμή και ταυτόχρονα αναγνώριση του έργου του προέρχεται από την Ακαδημία Αθηνών. Στις 3 Δεκεμβρίου 1953 από το βήμα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας έγινε ιδιαίτερος λόγος για το έργο του υμνογράφου. Ύστερα από 15 χρόνια η Ακαδημία Αθηνών απονέμει το αργυρό της μετάλλιο στον υμνογράφο, «δια το υπέροχον υμνογραφικόν του έργον το οποίον τιμά την ελληνικήν γραμματείαν και την θρησκευτικήν ποίησιν».
για πληρέστερη βιογραφία
http://www.arxontariki.net/viewtopic.php?f=47&t=401