Σελίδα 1 από 1

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ( ΜΗΤΣΙΟΣ) ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ( 1903 – 1988)

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 09:38 am 27 03 2008
από Βουνίσιος
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ( ΜΗΤΣΙΟΣ) ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ( 1903 – 1988)

Ο Δημήτριος Οικονόμου, ο γιατρός ο Μήτσιος όπως τον φώναζαν όλοι όσοι τον έχουν γνωρίσει, γεννήθηκε στη Δίβρη την 10η Μαΐου 1903 και κατάγονταν από μια μεσαία οικογένεια διανοούμενη.
Ο πατέρας του Νικόλαος Οικονόμου ήταν ελληνοδάσκαλος, είχε τελειώσει Διδασκαλική Ακαδημία Ιωαννίνων και τα περισσότερα χρόνια δούλευε σαν δάσκαλος στις περιοχές της Παραμυθιάς και Φιλιατών. Αργότερα μετανάστευσε στην Αμερική και ύστερα από λίγα χρόνια εγύρισε στην Πατρίδα του στη Βόρεια Ήπειρο.
Ο παππούς του Δημήτριος Οικονόμου ( από που πήρε και το όνομά του) ήταν Ιερέας και πολύ μορφωμένος, αφού τελείωσε την Ιερά σχολή Αθηνών, εργάζονταν παπάς στα χωριά μας στη Β. Ήπειρο.
Αγαπούσε πολύ τον εγγονό του, τον μικρό το Μήτσιο και βλέποντας την εξυπνάδα και τις ικανότητές του έκανε ότι μπορούσε για την άριστη μόρφωσή του.
Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο της Δίβρης με δάσκαλο τον Γιώρη Γκραίκα από τον οποίο επήρε τα πρώτα μαθήματα για την καταγωγή του, τον επήρε μαζί του ο πατέρας του Νικόλας, ο οποίος εξασκούσε το δασκαλίκι στην Παραμυθιά και εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο.
Στην Κέρκυρα τελείωσε άριστα το Λύκειο μαζί με την εξαδέλφη του τη Φωτούλα Οικονόμου, δασκάλα γνωστή από όλους στην περιφέρεια του Δελβίνου.
Ο πατέρας του ο Νικόλας βλέποντας τις ικανότητές του στα μαθήματα και τις αρετές του, την εντιμότητα του, την αγάπη για τον συνάνθρωπο του ήθελε να σπουδάσει γιατρός και ο Μήτσιος δεν του χάλασε χατίρι, αποφάσισε και το 1925 εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στον κλάδο της Ιατρικής.
Με μεγάλες στερήσεις, αλλά με αγάπη και σεβασμό για τους γονείς του και τους χωριανούς του που τον στήριζαν όπως οι Γιάννη Ζιάγκας, Βασίλης Τάτσης, Μιχάλης Τάμαλης, Σταύρος Σακελλάρης, Μιχάλης Κίτσιος κ. μπόρεσε να τελειώσει τις σπουδές στην Ιατρική, άριστα το 1931.
Κατοχυρωμένος με δίπλωμα της Ιατρικής γυρίζει στην αγαπημένη Δίβρη του κοντά στους αγαπημένους του χωριανούς, για να είναι πάντα μαζί τους.
Διορίζεται από την τότε κυβέρνηση στο μικρό νοσοκομείο του Δελβίνου. Η αγάπη από τα γύρω χωριά της περιφέρειας Δελβίνου είναι μεγάλη προς το γιατρό τους ο οποίος τους εξυπηρετεί ακούραστα.
Για να μάθει την αλβανική γλώσσα αναγκάζεται να ζητήσει μετάθεση σε μια πόλη που να μην είχε επαφή με ελληνόφωνους.
Διορίζεται στην Κρούγια στα τέλη του 1932 και ύστερα από ένα χρόνο περίπου το Νοέμβριο του 1933 διορίζεται στο κέντρο υγείας της Κονίσπολης για μια δεκαετία. Η καλή του κατάρτιση ως γιατρός, ως επιστήμονας τον κάνουν ξακουστό σε όλη την περιοχή Κονίσπολης και Βούρκου.
Τα Σαββατοκύριακα γύριζε στην αγαπημένη του Δίβρη, στους συγχωριανούς του. Το σπίτι του έγινε νοσοκομείο βοηθώντας και γιατρεύοντας τους αρρώστους.
Στον καιρό του πολέμου το 1944 επιστρατεύεται. Από τα χέρια του γιατρεύονται δεκάδες παρτιζάνοι, δουλεύει ακούραστα σε δύσκολες συνθήκες. Δυστυχώς για τις ιδέες του στον καιρό του Ε.Α. Πολέμου τον βάλανε στο στόχαστρο και πραγματικά κινδύνεψε η ζωή του, θέλανε να τον εκτελέσουν μαζί με τον χωριανό μας καθηγητή θεολογίας Φώτο Γκραίκα.
Χάρη σε μερικούς φίλους από την Κονίσπολη και Δέλβινο, και γιατί τον είχαν ανάγκη ως γιατρό, γλύτωσε εκείνη την εποχή για να το πληρώσει αργότερα.
Ύστερα από την απελευθέρωση το 1946 διορίζεται στο νοσοκομείο του Κούτσι ( Κουρβελέσι). Το 1948 τον μεταθέτουν στο νοσοκομείο της Τσοροβόντας ( Σκραπάρι), το 1950 στο νοσοκομείο της Λιούσνιας όπου εδώ δούλεψε ακούραστα με αυταπάρνηση και επιστημονική κατάρτηση για την εξόντωση της «μαλάριας» και το πέτυχε. Βραβεύεται από την Λαϊκή Βουλή με βραβεία 1ης και 2ης τάξης. Το 1956 διορίζεται ( ξανά μετάθεση) στο Σκραπάρι, αυτή τη φορά τον κέρδισε η αγάπη του λαού του Σκραπαριού για την ακούραστη δουλειά και επιστημονικές ικανότητες του όταν ήταν την πρώτη φορά το 1948.
Στα τέλη του 1957 μετατίθεται στο Νοσοκομείο του Φιέρι. Σ' όλα τα νοσοκομεία εξασκούσε τη θέση του Διευθυντή. Στο Φιέρι ήταν μέλος του Επαρχιακού Συμβουλίου και για την καλή δουλειά του η φωτογραφία του ήταν πάντα στο κέντρο της πόλης μαζί με άλλους διακεκριμένους από άλλα μέτωπα δουλειάς.
Εδώ φτάνουμε και στο τέλος, αυτή είναι η σταδιοδρομία του στα κρατικά νοσοκομεία. Ακούραστος, αγαπητός, γλυκόστομος με όλους, όλοι τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν.
Στις 3 Ιουλίου 1960 συλλαμβάνεται στο σπίτι του στο Φιέρι με την κατηγορία “ ελληνική προπαγάνδα” και για εσχάτη προδοσία ( προδοσία έναντι της πατρίδας στην υπηρεσία της ελληνικής κατασκοπείας).
Στα κρατητήρια της πόλης Φιέρι ( όπου και δούλευε ως διευθυντής του νοσοκομείου) κάθισε μόνον τρεις μέρες και την τέταρτη ημέρα τον στέλνουν στα Τίρανα στις παλιές φυλακές.
Εκεί τον γδύνουν, παίρνουν τα ρούχα του, του δίνουν ένα ξεσκισμένο βαρόλο, βρώμικο από κάποιον μελλοθάνατο και τον κλείνουν σε ένα σκοτεινό μικρό κελί που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος.
Για κρεβάτι είχε μια σανίδα που δε σε έπαιρνε να ξαπλωθείς και τρεις κουβέρτες στρατιωτικές από τον καιρό που δεν τα είχαν χαλάσει ακόμα με τη Γιουγκοσλαβία, φτενές και ξεσκισμένες.
Αργότερα ύστερα από δυο- τρεις ημέρες άρχισαν τα βασανιστήρια. Δεμένος χειροπόδαρα και όταν τον επήγαιναν στην τουαλέτα για τις ανάγκες του , του βάζανε στο κεφάλι ένα κράνος και το τραβούσε ο φύλακας, ο οποίος κάθονταν στην πόρτα της τουαλέτας και τον φύλαγε δήθεν μην αυτοκτονήσει.
Από τα πολλά τα βάσανα και την απελπισία από παντού αποφάσισε και έκοψε με τα δόντια την αρτηρία του αριστερού χεριού.
Θέλησε να δώσει τέλος στη ζωή του και το έκανε.
Φωνάζουν αμέσως τον τότε Υπουργό Εσωτερικών Κ.Α., τον πάνουν στο νοσηλευτήριο της φυλακής και του δίνουν τις πρώτες βοήθειες και ύστερα στο νοσοκομείο.
Όταν έγινε κάπως καλά τον ξαναγυρίζουν στο νοσηλευτήριο, νοσηλεύοντας τους φυλακισμένους αρρώστους που έπασχαν από διάφορες αρρώστιες.
Ύστερα από δυόμιση χρόνια από τη σύλληψη τον δικάζουν με 18 χρόνια φυλακή.
Δούλεψε ως γιατρός στα στρατόπεδα των φυλακισμένων, περισσότερα χρόνια στο κεντρικό νοσηλευτήριο στη νέα φυλακή των Τιράνων, όπου από εκεί και ελευθερώνεται το Σεπτέμβριο του 1974.
Γύρισε στο σπίτι του στο Φιέρι, αλλά ποτέ δεν τον άφησαν ήσυχο.
Παρακολουθούνταν και όταν ήταν μέσα στο σπίτι του. Ένας από αυτούς του Σιγκουρίμι (Αλβανική Ασφάλεια) κάθονταν σε κάποιο σημείο της γειτονιάς για να βλέπει ποιος μπαινόβγαινε στο σπίτι του.
Η ζωή του έγινε μαρτύριο, φοβόνταν οι γνωστοί και οι φίλοι του που είχαν μεγάλες υποχρεώσεις να του πουν την “Καλημέρα”, όχι να τον συναντήσουν.
Τον ξέχασαν και οι συγγενείς του. Ο μόνος που χτύπησε την πόρτα και ήρθε να τον ανταμώσει και να πει το «Καλωσόρισες» ήταν το βαπτιστήρι του ο αξέχαστος Μιχάλης ( Μάκης ) Τάμαλης που δυστυχώς έφυγε νωρίς από τη ζωή, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στην οικογένεία του και σ' όλους εμάς που τόσο πολύ τον αγαπούσαμε και τον εκτιμούσαμε.
Όλοι μας τον είχαμε ανάγκη για τη σοφία του, για την εντιμότητά του και τις καλές προθέσεις του για την αγαπημένη μας Δίβρη.
Η περιπέτεια του γιατρού του Μήτσιου δεν τελειώνει εδώ.
Τον Νοέμβριο του 1977 συλλαμβάνουν το γιο του τον Αντώνη με την κατηγορία “ διαφώτιση και ελληνική προπαγάνδα” και δικάζεται με 9 χρόνια στέρηση της ελευθερίας.
Και δεν φτάνει αυτό, το μεγαλύτερο πλήγμα για τον γιατρό ήταν που το μήνα Μάιο του 1978 τον ξανασυλλαμβάνουν σε ηλικία 75 ετών και τον δικάζουν 10 χρόνια στέρηση της ελευθερίας.
Πραγματικά τώρα ο γιατρός υποφέρει πολύ, του έγινε η ζωή μαρτύριο, η ηλικία, οι αρρώστιες, προπαντός έπασχε απ' την καρδιά από στεφανιαίο νόσο.
Εκείνο το διάστημα ήταν στη φυλακή και ο Αντώνης κι αυτό τον βασάνιζε περισσότερο.
Σκέφτονταν τη Μαρίκα, που να πρωτοπήγαινε στο παιδί στο Σπατς της Μιρντίτας ή στον άντρα;
Η υγεία του κλονίζονταν μέρα με τη μέρα απ' τις στενοχώριες, η πίεση τον τυρρανούσε.
Παρόλα αυτά ποτέ δεν δείλιασε, εάν και σε προχωρημένη ηλικία, τα βάσανα, οι στενοχώριες και η αρρώστια τον έκαναν πιο δυνατό, με την ελπίδα μια μέρα να βγει από την κόλαση και να ξαναγυρίσει στο σπίτι του κοντά στους δικούς του.
Και αυτή η μέρα ήρθε. Απρίλιος του 1986. Χάρη στην αμνηστία που έδωσε ο κ. Ραμίζ Αλία στους ηλικιωμένους και αρρώστους. Η καταγωγή του τον έκανε περήφανο και έως που έκλεισε τα μάτια του, ο νους και η φωνή του ήταν στην Ελλάδα.
Πάντα μας έλεγε: “ Για της φυλής μου τα ιδανικά , φώτα, αγάλματα, μνημεία με κάνουν να στέκομαι περήφανος, ψηλά, δίνω και τη ζωή μου θυσία. Μην ξεχάσετε ποτέ, ότι αυτή στέκεται περήφανη, στον κόσμο ξακουσμένη και ποτέ δεν θα έχει θάνατο, πάντα Ελλάδα μένει. Δεν θα μπορέσω να την δω και μια φορά από κοντά, να δω τη γαλανόλευκη που πάντα την κρατούσα κοντά μου ραμμένη από τη μέσα μεριά στο αστάρι του σακακιού μου, να κυματίζει στον αγέρωχο βράχο της Ακρόπολης.”
Αισθάνοντας τον εαυτό του στα τελευταία, πρωτού το εγκεφαλικό μας είπε: «Μια παραγγελία αφήνω στην οικογένεια μου, σε εσάς που τόσο πολύ αγάπησα και δε σας χάρηκα.
Όταν πεθάνω θέλω να πάω στον άλλο κόσμο, παίρνοντας μαζί μου τη γαλανόλευκη. Πράγματι έγινε πράξη η επιθυμία του.
Φορεμένος με κοστούμι μπλε ριγέ, με ποκάμισο ουρανί και γραβάτα ουρανί και άσπρο, έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι να αναπαυτεί αιωνίως.
Πικραμένος και βασανισμένος, αλλά υπερήφανος για την καταγωγή του, την εντιμότητά του, για την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, για την φιλανθρωπία του.
Άφησε την οικογένειά του απαρηγόρητη για τα όσα πέρασε, καθώς και τους καλούς του φίλους στις 3 Ιουνίου 1988.

Ο γιος του Αντώνης


Αναδημοσίευση από την εφ. " Η Φωνή της Δίβρης"