Ιερά Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης
Δημοσιεύτηκε: 04:45 am 22 12 2007
Η Δρυϊνούπολη, ερειπωμένη πόλη της Βορείου Ηπείρου, ταυτίζεται μέ τήν Αδριανούπολη της Ηπείρου (στήν Επαρχία Αργυροκάστρου). Καί μέ τά δύο ονόματα συναντάται στίς πηγές, άλλοτε ως Δρυϊνούπολη καί άλλοτε ως Αδριανούπολη.
Αρκετά νωρίς δέχθηκε τόν Χριστιανισμό, από τό αποστολικό κέντρο της Ηπείρου, τήν Νικόπολιν. Ως επισκοπή υπό τόν Μητροπολίτη Νικοπόλεως υφίσταται από τόν Ε΄ τουλάχιστον αιώνα, αφού υπάρχει μαρτυρία ότι ο Επίσκοπος Αδριανουπόλεως Ευτύχιος μετείχε στήν Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ.).
Κατά τόν ΙΑ΄ αιώνα υπαγόταν στήν Αρχιεπισκοπή της Αχρίδος. Από τό 1285 στήν Αρχιεπισκοπήν Ιωαννίνων, μέ έδρα το χωριό Τεγκάτες το οποίο με τα χρόνια μετονομάστηκε σε Επισκοπή (όπως αποκαλείται και σήμερα) και αργότερα τό Αργυρόκαστρο. Μεταξύ των ετών 1813-1821 ενώθηκε προσωρινά μέ τήν Επισκοπή Χειμμάρας καί Δελβίνου.
Η Εκκλησιαστική περιφέρεια Δρυϊνουπόλεως τό 1923, όταν έγινε ο καθορισμός των ελληνοαλβανικών συνόρων, περιωρίστηκε στά εντός της Ελλάδος εναπομείναντα λίγα χωριά της στήν περιφέρεια Πωγωνίου, τό κυριότερο δέ τμήμα αυτής αποτέλεσε τήν εντός του αλβανικού κράτους συσταθείσα κατά τό 1937 Επισκοπή Αργυροκάστρου.
Τόν Νοέμβριο του 1924, μετά τήν Μικρασιατική καταστροφή, τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, έχοντας τήν πνευματική δικαιοδοσία επί των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών της Ελλάδος, ίδρυσε διά της υπ' αριθμ. 4427/8-11-1924 πράξεως αυτού, νέες προσωρινές Μητροπόλεις στίς χώρες αυτές μέ όρια καί έκταση τά διοικητικά όρια των επί Τουρκοκρατίας υποδιοικήσεων γιά προσωρινή τακτοποίηση των εκ της Μικράς Ασίας καί Θράκης καταφυγόντων προσφύγων Αρχιερέων στό ελεύθερο Ελληνικό κράτος. Έτσι συστήθηκαν στήν Ήπειρο οι Μητροπόλεις α) Μετσόβου, β) Φιλιατών καί γ) Δρυϊνουπόλεως και Πωγωνιανής. Η τελευταία μέ έδρα τό Δελβινάκι, περιελάμβανε τήν υποδιοίκηση Πωγωνίου, η οποία σέ μεγάλο βαθμό συνέπιπτε μέ τά όρια της διαλυθείσης τό 1863 Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής. Μητροπολίτης αυτής τοποθετήθηκε ο υπό των Ιταλών απελαθείς (1916) Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως καί Αργυροκάστρου Βασίλειος, φημιζόμενος «Υπέρτιμος καί Έξαρχος Βορείου Ηπείρου».
Τήν 10η Μαρτίου 1936, διά της υπ' αριθμ. 961/1070 πράξεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, προσαρτήθηκε στήν συγχωνευθείσα Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανής, καί η τέως Μητρόπολις Βελλάς καί Κονίτσης, απαρτίζοντας έτσι τήν Ιεράν Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης, αφαιρεθέντος του τίτλου «Βελλάς». Έκτοτε η Ιερά Μονή Βελλάς καί τά πέριξ αυτής 42 χωριά, πού τότε ανήκαν πολιτικά στήν υποδιοίκηση Ιωαννίνων, προσαρτήθηκαν στήν Ιερά Μητρόπολιν Ιωαννίνων. Η ανωτέρω απόφαση της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ως εξής:
«Η Ιερά Σύνοδος έχουσα υπ' όψιν 1) Το 8ον άρθρον παράγραφος τελευταία του κωδικοποιηθέντος Καταστατικού της Εκκλησίας Νόμου 5438, 2) Τήν υπ' αριθμ. 4427 της 8ης Νοεμβρίου 1924 Πατριαρχικήν Εγκύκλιον 3) Τήν εν τη ΙΕ΄ συνεδρία καί από 21 Οκτωβρίου 1931 ληφθείσαν απόφασιν της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, περί καταργήσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Βελλάς καί Κονίτσης, 4) Τήν εν τη 35η συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της 27 Φεβρουαρίου ε.ε. ληφθείσαν απόφασιν, περί καταστάσεως του άχρι τούδε Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βελλάς καί Κονίτσης κ.Ιωάννου εις τήν χηρεύουσαν Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανής, εν τη σημερινή συνεδρία αυτής αποφαίνεται: ότι η Ιερά Μητρόπολις Βελλάς καί Κονίτσης μετά τήν ήδη κανονικήν χηρείαν αυτής προσαρτάται εις τήν Ιεράν Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανής, υπό τόν τίτλον Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής, Χειμάρρας, Κουρέντων καί Κονίτσης.
Εν Αθήναις τη 10 Μαρτίου 1936
Ο πρόεδρος + Αθηνών Χρυσόστομος».
Η Ιερά Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης, όπως καί όλες οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, υπάγεται στό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά από τό 1928, διοικείται επιτροπικώς από τήν Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, ενώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης διατηρεί σ' αυτές εξ ολοκλήρου τά πνευματικά του δικαιώματα.
Αρκετά νωρίς δέχθηκε τόν Χριστιανισμό, από τό αποστολικό κέντρο της Ηπείρου, τήν Νικόπολιν. Ως επισκοπή υπό τόν Μητροπολίτη Νικοπόλεως υφίσταται από τόν Ε΄ τουλάχιστον αιώνα, αφού υπάρχει μαρτυρία ότι ο Επίσκοπος Αδριανουπόλεως Ευτύχιος μετείχε στήν Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ.).
Κατά τόν ΙΑ΄ αιώνα υπαγόταν στήν Αρχιεπισκοπή της Αχρίδος. Από τό 1285 στήν Αρχιεπισκοπήν Ιωαννίνων, μέ έδρα το χωριό Τεγκάτες το οποίο με τα χρόνια μετονομάστηκε σε Επισκοπή (όπως αποκαλείται και σήμερα) και αργότερα τό Αργυρόκαστρο. Μεταξύ των ετών 1813-1821 ενώθηκε προσωρινά μέ τήν Επισκοπή Χειμμάρας καί Δελβίνου.
Η Εκκλησιαστική περιφέρεια Δρυϊνουπόλεως τό 1923, όταν έγινε ο καθορισμός των ελληνοαλβανικών συνόρων, περιωρίστηκε στά εντός της Ελλάδος εναπομείναντα λίγα χωριά της στήν περιφέρεια Πωγωνίου, τό κυριότερο δέ τμήμα αυτής αποτέλεσε τήν εντός του αλβανικού κράτους συσταθείσα κατά τό 1937 Επισκοπή Αργυροκάστρου.
Τόν Νοέμβριο του 1924, μετά τήν Μικρασιατική καταστροφή, τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, έχοντας τήν πνευματική δικαιοδοσία επί των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών της Ελλάδος, ίδρυσε διά της υπ' αριθμ. 4427/8-11-1924 πράξεως αυτού, νέες προσωρινές Μητροπόλεις στίς χώρες αυτές μέ όρια καί έκταση τά διοικητικά όρια των επί Τουρκοκρατίας υποδιοικήσεων γιά προσωρινή τακτοποίηση των εκ της Μικράς Ασίας καί Θράκης καταφυγόντων προσφύγων Αρχιερέων στό ελεύθερο Ελληνικό κράτος. Έτσι συστήθηκαν στήν Ήπειρο οι Μητροπόλεις α) Μετσόβου, β) Φιλιατών καί γ) Δρυϊνουπόλεως και Πωγωνιανής. Η τελευταία μέ έδρα τό Δελβινάκι, περιελάμβανε τήν υποδιοίκηση Πωγωνίου, η οποία σέ μεγάλο βαθμό συνέπιπτε μέ τά όρια της διαλυθείσης τό 1863 Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής. Μητροπολίτης αυτής τοποθετήθηκε ο υπό των Ιταλών απελαθείς (1916) Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως καί Αργυροκάστρου Βασίλειος, φημιζόμενος «Υπέρτιμος καί Έξαρχος Βορείου Ηπείρου».
Τήν 10η Μαρτίου 1936, διά της υπ' αριθμ. 961/1070 πράξεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, προσαρτήθηκε στήν συγχωνευθείσα Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανής, καί η τέως Μητρόπολις Βελλάς καί Κονίτσης, απαρτίζοντας έτσι τήν Ιεράν Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης, αφαιρεθέντος του τίτλου «Βελλάς». Έκτοτε η Ιερά Μονή Βελλάς καί τά πέριξ αυτής 42 χωριά, πού τότε ανήκαν πολιτικά στήν υποδιοίκηση Ιωαννίνων, προσαρτήθηκαν στήν Ιερά Μητρόπολιν Ιωαννίνων. Η ανωτέρω απόφαση της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ως εξής:
«Η Ιερά Σύνοδος έχουσα υπ' όψιν 1) Το 8ον άρθρον παράγραφος τελευταία του κωδικοποιηθέντος Καταστατικού της Εκκλησίας Νόμου 5438, 2) Τήν υπ' αριθμ. 4427 της 8ης Νοεμβρίου 1924 Πατριαρχικήν Εγκύκλιον 3) Τήν εν τη ΙΕ΄ συνεδρία καί από 21 Οκτωβρίου 1931 ληφθείσαν απόφασιν της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, περί καταργήσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Βελλάς καί Κονίτσης, 4) Τήν εν τη 35η συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της 27 Φεβρουαρίου ε.ε. ληφθείσαν απόφασιν, περί καταστάσεως του άχρι τούδε Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βελλάς καί Κονίτσης κ.Ιωάννου εις τήν χηρεύουσαν Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανής, εν τη σημερινή συνεδρία αυτής αποφαίνεται: ότι η Ιερά Μητρόπολις Βελλάς καί Κονίτσης μετά τήν ήδη κανονικήν χηρείαν αυτής προσαρτάται εις τήν Ιεράν Μητρόπολιν Δρυϊνουπόλεως καί Πωγωνιανής, υπό τόν τίτλον Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής, Χειμάρρας, Κουρέντων καί Κονίτσης.
Εν Αθήναις τη 10 Μαρτίου 1936
Ο πρόεδρος + Αθηνών Χρυσόστομος».
Η Ιερά Μητρόπολις Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής καί Κονίτσης, όπως καί όλες οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, υπάγεται στό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά από τό 1928, διοικείται επιτροπικώς από τήν Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, ενώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης διατηρεί σ' αυτές εξ ολοκλήρου τά πνευματικά του δικαιώματα.