H ιστορία της Χιμάρας
Δημοσιεύτηκε: 13:20 pm 21 05 2007
Για όσους βαριούνται να μάθουν, copy paste από http://www.ximara.tk
Χιμάρα-Ιστορική αναδρομή
Κ.Χατζηαντωνίου
H Χιμάρα και η περιοχή της βρίσκεται στους πρόποδες των Ακροκεραυνίων, στα βορειοδυτικά άκρα του εθνικού μας Χώρου. Τόπος άγονος που έγινε με τη δουλειά των κατοίκων του εύφορος, τόπος που συμμετέχει στην εθνική ύπαρξη του ελληνισμού από τα πρώτα ιστορικά χρόνια. Από τότε που η πελασγική ζωτικότητα και η κρητομυκηναϊκή κληρονομία θεμελίωναν το οικοδόμημα του ελληνικού πολιτισμού.
Ο χώρος της Χιμάρας είναι τόπος εγκατάστασης των Χαόνων, μιας πελασγικής φυλής που κατοίκησε σ’ όλη την Παραδριατική Ήπειρο απ’ τον Κάλαμο ως τον Αυλώνα, δίδοντας το όνομά της στην περιοχή (Χαονία). Σήμερα περιοχή Χιμάρας θεωρείται η Β.Δ. του Δελβίνου (με όριο τον ποταμό Καλεσιώτη) και Ν. του Αυλώνος (με όριο τα Ακροκεραύνια όρη) περιοχή και ειδικότερα επτά χωριών πού κράτησαν αδιάσπαστη την συνείδηση της ιστορικής ελληνικής συνέχειας: Χιμάρα, Δρυμάδες, Παλάσα (τα οποία παραμένουν ελληνόφωνα), Βούνο, Πήλιουρι, Κηπαρό και Κούδεσι.
Η ορθή γραφή της Χιμάρας, ως προερχόμενη από την θεότητα των καταιγίδων, του χειμώνα και των αστραπόβροντων Χίμαιρα είναι με γιώτα και ένα ρο, κι όχι με ει και δύο ρ (Χειμάρρα) καθώς δεν προέρχεται όπως νομιζόταν από τη θέση της μεταξύ δύο χειμάρρων. Στον χώρο της υπήρχε άλλωστε η αρχαία πόλη Χίμαιρα. Η αναφορά της ηπειρωτικής Χιμάρας βρίσκεται για πρώτη φορά στον Συρακούσιο ποιητή Θεοδωρίδα. Επιτύμβιο επίγραμμα της Ελλην. Ανθολογίας (7, 529) αναφέρει:
Η παληκαριά τον άντρα στον ουρανό και στον Άδη τον φέρνει.
Έτσι και τον γιο του Σώσανδρου, το Δωρόθεο, μες τη φωτιά το ρίχνει.
Γιατί, ζητώντας λεύτερηστην Φθία μέρα, καραβοτσακίστηκε ανάμεσα στους Σηκούς και στη Χιμάρα.
Ο Μ. Δένδιας εξηγεί πώς Σηκοί είναι το Sicum, σημερινό Σεμπενίκο της Δαλματίας. Χιμάρα δε η γνωστή. (Απουλία και Χιμάρα, Αθήνα, 38, 1927).
Η Χιμάρα, μια επαρχία της Χαονίας, πολύ νωρίς παρουσίασε τα εθνικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά του λαού μας. Γράφει ο Θουκυδίδης πώς οι Χάονες, λαός αβασίλευτος, εκυβερνώντο από δύο άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο και προήρχοντο από το αρχαίο βασιλικό γένος του οποίου τα προνόμια είχαν περιοριστεί στην ηγεσία της φυλής αλλά με αιρετούς αντιπροσώπους (Θουκ. Β 68-91 και Β 80,5).
Κατά τον Μεσσηνιακό Πόλεμο, τον 7ο αι., σημειώνεται μετακίνηση Σπαρτιατών προς τα Ακροκεραύνια, γεγονός που ίσως εξηγεί αρκετές ομοιότητες των δύο τόπων αλλά και μια παράδοση κοινής καταγωγής. Οι Χάονες λαμβάνουν μέρος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο υπό τους άρχοντές τους Φώτιο και Νικάνορα κατά των Ακαρνάνων, καθώς όλη η Ήπειρος πλην της Αμβρακίας είχε ταχθεί στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Η αποτυχία όμως αυτής της εκστρατείας ήταν η αρχή της παρακμής των Χαόνων (Στράβων, Γεωγραφικά 323).
Ένα άλλο φύλο, στην περιοχή του σημερινού νομού Ιωαννίνων, οι Μολοσσοί αναλαμβάνουν τον πρώτο ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ηπείρου. Στις μέρες του βασιλιά Νεοπτόλεμου δημιουργείται ομοσπονδία ηπειρωτικών φύλων πού στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ ενσωματώνεται στο βασίλειο των Μακεδόνων. Στη νέα ηπειρωτική Ομοσπονδία πού συγκροτήθηκε μετά το θάνατο του Πύρρου, ένας από τους 3 στρατηγούς ορίστηκε να είναι Χάων. Η Ήπειρος, υφιστάμενη τρομερές καταστροφές και δηώσεις από τον Αιμίλιο Παύλο, θα υποκύψει στους Ρωμαίους και στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, όταν ο ελληνισμός ανασυγκροτείται, γνωρίζει νέες βαρβαρικές επιδρομές από Γότθους, Ούννους, Οστρογότθους.
Ο Ιουστινιανός θα ανακαινίσει και θα ισχυροποιήσει το φρούριο της Χιμάρας που αναφέρει ο Πλίνιος (Ηist. Natur. 1,4) ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια: “Ιη Ερiri ora castellum in Acrocerauniis Chimera”. Το φρούριο (που υπήρξε ορμητήριο για επιθέσεις κατά των βαρβάρων της Δύσεως) αναφέρεται ως Χίμαιρα από τον Προκόπιο (περί Κτισμάτων Δ4), Χιμάρα από την Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς Β΄,σελ.168,169) και Χείμαρρο (με ει) από τον Ιωάννη Καντακουζηνό (Ιστοριών Α΄ 509).
Η Χιμάρα γνωρίζει καταστροφή από επιδρομές Σαρακηνών (877) και Βουλγάρων (1034), από Σταυροφόρους και Σέρβους του Στέφανου Κράλλη που την υποτάσσουν το 1346 και τελικά από Αλβανούς και Τούρκους.
Το 1403 ο Κάρολος, βασιλεύς της Νεαπόλεως, αποβιβάζεται στα παράλια της Χιμάρας και απωθεί τους Αλβανούς προς Βορράν. Οι Χιμαριώτες υπό τον άρχοντα και φίλο του μεγάλου Ηγέτη Γεωργίου Καστριώτη- Σκεντέρ-μπεη, Γεώργιο Στρέσιο, συμμετέχουν στην απέλπιδα προσπάθεια να ανακοπεί η οθωμανική πανώλις. Μετά την πτώση της Κρούγιας και τον θάνατο του Σκεντέρμπεη, μόνο η Χιμάρα σ’ όλη την Ήπειρο μένει ανυπόταχτη. Το 1463 την βρίσκει αυτοδιοίκητη και υπό προστασία των Ενετών.
Καθ’ όλη την Τουρκοκρατία, η Χιμάρα υπήρξε για τη Β. Ήπειρο ό,τι υπήρξε το Σούλι για τη Νότια. Δυστυχώς η παλικαριά των Χιμαριωτών δεν έγινε τόσο γνωστή. Κι ας κράτησε ψηλά το λάβαρο της λευτεριάς για 5 αιώνες. Γιατί εκεί πάνω ο Τούρκος δεν ησύχασε στιγμή. Θα δούμε, πώς τα κινήματα ήταν αδιάκοπα και η ανεξάρτητη Χιμάρα τσάκισε επανειλημμένα τον Αγαρηνό όποτε αποκοτούσε να ζυγώσει τ’ άπαρτα κορφοβούνια της. Όλοι οι ανυπόταχτοι-ακρίτες, καπετάνιοι, κλέφτες, κουρσάροι, λιάμπηδες βουνήσιοι- εδώ κατέφευγαν. Πολλοί βέβαια μετανάστευσαν τότε, κυρίως προς Επτάνησα και Ιταλία. Οι περισσότεροι γιατί λόγω του πολεμικού των χαρακτήρας ήταν περιζήτητοι μισθοφόροι, ιδίως με τα κατορθώματά τους στους συνεχείς Τουρκοβενετικούς πολέμους του ΙΕ’ και ΙΣΤ’ αιώνος.
Ας αφουγκραστούμε όμως τους εξαίσιους ήχους των πολεμικών αγώνων των Χιμαριωτών. Το 1473, με ηγέτη τον περίφημο Βλάση και βενετική υποστήριξη, Χιμαριώτες κυριεύουν το φρούριο του Σοποτού (σημ. Μπόρσι) και η Επανάσταση απλώνεται από τον Αυλώνα ως τη Σαγιάδα. Δυστυχώς προδίδονται από τους Βενετούς που συνάπτουν ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους. Κι ενώ το 1478 πέφτει η Κρούγια και το 1479 η Σκόδρα, οι Χιμαριώτες ξεσηκώνονται πάλι τον Αύγουστο του 1481 υπό τον μεγάλο Επαναστάτη Κορκόδειλο Κλαδά και τον γιο του Σκεντέρμπεη, τον Ιωάννη Καστριώτη, πού ορίζεται και διοικητής στην ελεύθερη Χιμάρα. Ο διοικητής -εν ονόματι του βασιλέως της Νεαπόλεως- θα επιβάλει μάλιστα και φόρο υποτέλειας στον Τούρκο διοικητή του Αυλώνος.
Η Χιμάρα θα γνωρίσει 10 χρόνια ελευθερίας πριν υποταχθεί, αβοήθητη απ’ τους Λατίνους, στο τουρκικό ασκέρι πού οδηγούσε ο ίδιος ο σουλτάνος Βαγιαζήτ στα 1492.
Πολλά μεσόγεια χωριά άρχισαν να τουρκεύουν. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Στην Ιστορία υπάρχουν οι πολεμιστές, υπάρχουν και οι άλλοι... Ένας εξωμότης απ’ την Παλάσα, ο Λιάζ Πασάς, πασάς του Αυλώνα, με τη σύμφωνη γνώμη του σουλτάνου Σελήμ άρχισε στα 1518 να πιέζει για γενικό εξισλαμισμό. Η Πύλη έστειλε μάλιστα μεγάλη ναυτική δύναμη υπό τον Σινάν Πασά. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, οι αντιπρόσωποι της Χιμάρας δέχθηκαν την υποταγή με όρους. Κι οι όροι αυτοί ήσαν τα προνόμια πού για αιώνες ίσχυσαν στην “Αυτόνομη Συμπολιτεία των Κεραυνίων”. Τριάντα τρία χωριά τότε της Χιμάρας με ελληνική συνείδηση απέκτησαν :
Απαλλαγή από το χαράτσι (κεφαλικό φόρο), απαλλαγή από τη στρατολογία, τη δεκάτη, από κάθε φόρο και εισφορά πλην της αναγνώρισης της σουλτανικής κυριαρχίας. Επίσης δικαίωμα ελεύθερης οπλοφορίας σ’ όλη την περιοχή της Ηπείρου, αυτοδιοίκηση και οικειοποίηση επίπλων όσων καραβιών ναυαγούσαν στις ακτές τους. Λαϊκή δικαιοσύνη τέλος, απενέμετο από τους προεστούς.
Τα προνόμια αυτά διαφύλαξαν και ενίσχυσαν το ανυπόταχτο πνεύμα και την στρατιωτική ικανότητα πού σήμερα όλοι θαυμάζουμε. Οι Χιμαριώτες έγιναν ο φόβος για τους φημισμένους για την απανθρωπιά τους τουρκαλβανούς. Περνώντας απ’ το Παλέρμο, λίγα χρόνια αργότερα, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ανανέωσε αυτά τα προνόμια. Μα η λευτεριά είναι για τους Έλληνες το μέγα αγαθό, δεν χωρούν περιορισμοί. Δεν είναι ποσότητα για να υπάρχει λίγη ή περισσότερη. Είναι ποιότητα. Δεν είναι η ελευθερία ιδιότητα του Όντος. Είναι συστατικό στοιχείο του Είναι. Έτσι οι Χιμαριώτες που δεν γνωρίζουν ιδεολογικά, όπως εμείς, η γενιά των ακάπνων, αυτή την αλήθεια, αλλά βιωματικά, δεν αργούν να σηκωθούν και πάλι με αφορμή τους Τουρκοβενετικούς πολέμους πού προκαλούσαν καταστροφές στη Χιμάρα και από τους δύο εμπολέμους.
Πρώτη ξεσηκώνεται η Χιμάρα όταν ισπανικές δυνάμεις του βασιλείου της Νεαπόλεως και Γενουάτες εκστρατεύουν το 1532 στην Πελοπόννησο. Οι Χιμαριώτες, με υποτυπώδη οπλισμό (τόξα, σπαθιά, πέτρες) και χωρίς τρόφιμα, αποσύρονται στα ορεινά κρησφύγετα και στήνουν ενέδρες. Οι επιδρομές τους φτάνουν ως το σουλτανικό στρατόπεδο, στις εκβολές του Αώου. Σε μία απ’ αυτές ο ήρωας Δαμιανός προσπαθεί να πυρπολήσει τη σκηνή του σουλτάνου. Πέφτει στα χέρια του αρνησίθρησκου Αγιάζ και γνωρίζει φριχτό θάνατο. Συμβάλλουν οι Χιμαριώτες στην κυριαρχία των χριστιανικών στόλων στο Ιόνιο πριν υποκύψουν τελικά, διασφαλίζοντας τα προνόμια του 1518. Το 1564, νέα επανάσταση ξεσπά με αφορμή την απαίτηση των Τούρκων να επιβληθεί κεφαλικός φόρος και παιδομάζωμα στην Χιμάρα. Οι Χιμαριώτες καταφεύγουν στα βουνά και επιδίδονται σε ανταρτοπόλεμο προξενώντας μεγάλες καταστροφές στις δυνάμεις του Πιαλή Πασά. Στην περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) οι Χιμαριώτες προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στους Χριστιανούς συμμάχους και ενθουσιάζονται με τα μηνύματα από Ευρωπαίους ηγεμόνες που τους λεν να ετοιμασθούν για πόλεμο γιατί φθάνει η μεγάλη αρμάδα.
Τουρκικές δυνάμεις όμως κατακλύζουν την Ήπειρο ενώ οι Χιμαριώτες έρχονται σε επαφή με τους Βενετσιάνους της Κέρκυρας, που δέχονται να σεβαστούν αυτονομία, ορθοδοξία, ήθη και έθιμά τους όταν διωχθούν οι Τούρκοι. Έτσι, το καλοκαίρι του 1570 αντιλαλούν απ’ τα χιμαριώτικα καριοφίλια οι ράχες της Ηπείρου. Ηγέτης ο Προγόνης Σνάτης πού καταλαμβάνει το φρούριο του Σοποτού. Στη Νίβιτσα όμως η πολιορκία χρονίζει, και πέφτει μόλις την Άνοιξη του 1571. Οι Χιμαριώτες επιβάλλουν παραδειγματική τιμωρία στους τυράννους. Υπό τον Εμμανουήλ Μόρμορη οι επαναστάτες ελευθερώνουν Δέλβινο, Αργυρόκαστρο, Δρόπολη αλλά οι Βενετοί, αφού εξασφάλισαν αυτά πού ήθελαν, συνήψαν μονομερή συνθήκη με τους Τούρκους και τους παρέδιδαν το φρούριο του Σοποτού. Οι Βορειοηπειρώτες δεν κάμπτονται. Έρχονται σ’ επαφή με τον Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας και τον νικητή της Ναυπάκτου, τον περίφημο Δον Ζουάν τον Αυστριακό, και το 1576 αντηχούν και πάλι τα πεδία των τίμιων μαχών. Οι Χιμαριώτες υπό τον Κερκυραίο Πέτρο Λάνζα (διοικητή της Πάργας) χτυπούν το φρούριο του Σοποτού. Ακολουθούν ναυτικές επιχειρήσεις με τον καπετάν Οκταβιανό. Το 1581 νέα εξέγερση στην οποία κωφεύει παρά τις συγκινητικές εκκλήσεις ο Πάπας Γρηγόριος 13ος.
Μόνοι τους μάχονται για 10 χρόνια(!) ωςτο 1590 οπότε μια φοβερή επιδημίαλοιμού και η διακοπή του ανεφοδιασμού από την βενετοκρατούμενη Κέρκυρα ανάγκασαν τους γενναίους να καταθέσουν τα όπλα.
Ο αγώνας των Χιμαριωτών αποκτά μυθικές διαστάσεις σ’ όλη την ελληνική χερσόνησο, καθώς όχι μόνο πολεμούσαν για τον τόπο τους αλλά έστελναν και ενισχύσεις στους Ενετούς.
Τα χρόνια αυτά ένας ακόμη θανάσιμος κίνδυνος εμφανίζεται. Το ειδεχθές πρόσωπο του δυτικού ιμπεριαλισμού πίσω από το φιλάνθρωπο προσωπείο του παπικού ψευδοχριστιανισμοϋ. Οι αρματωμένοι Χιμαριώτες δεν είχαν μόνο να αντιπαλέψουν τον καταχτητή. Είχαν και τη δράση των λατίνων μισιονάριων πού σαν ύαινες πάσχιζαν στις χώρες πού πατούσε ο Τούρκος να αποσπάσουν ψυχές από την Εκκλησία μας, να τις μαντρώσουν στο επονείδιστο εμπορείο του Παπισμού. Οι Πάπες είχαν σαφή και σοφή πολιτική διεισδύσεως.
Το 1577, οι αντιπρόσωποι της Χιμάρας Νικόλας Γκίκας και Γεώργιος Γκάτας ζητούν στη Ρώμη βοήθεια απ’ την Αγία Έδρα. Αντί για βοήθεια ο Πάπας τους έστειλε έναν μισιονάριο-προπαγανδιστή, τον Λορένζο Καλλατίνο. Την ίδια εποχή, το 1581 συγκεκριμένα, με νέα επιστολή οι Χιμαριώτες ζητούν και πάλι έμπρακτη βοήθεια για επανάσταση. Στο ιστορικό αυτό έγγραφο υπέγραφαν και πολλά από τα χωριά πού αργότερα τούρκεψαν. Οι Χιμαριώτες υπόσχονται ακόμη και πλήρη υποταγή τους στην καθολική Εκκλησία, μα ο Γρηγόριος (που κάποιοι μας τον παρουσίασαν και φιλέλληνα) κωφεύει. Στην απάντησή του (22-12-1582) εύχεται για την σωτηρία των Χιμαριωτών...”Εμείς θα σας ενθυμούμεθα στις προσευχές μας”, γράφει…
Στα 1627 φθάνει στην Χιμάρα ένας Κύπριος διανοούμενος πού είχε απαρνηθεί την Ορθοδοξία στο κακόφημο Κολέγιο του Άγιου Αθανασίου. Ο Νεόφυτος Ροδινός που πασχίζει είκοσι χρόνια και δηλητηριάζει τη Χιμάρα με το δηλητήριο της Φραγκιάς, του Καθολικισμού. Ιδρύει σχολεία στο Βούνο, στη Χιμάρα, στη Νίβιτσα και θα είχε προκαλέσει δεινό πλήγμα στον εθνισμό και στην πίστη μας αν εκείνα τα χρόνια δεν βρισκόταν στον Πατριαρχικό θρόνο της πρωτευούσης μας, της Κωνσταντινουπόλεως, ένας μέγας Άνδρας, ο ηπειρωτικής (για ορισμένους) καταγωγής Κύριλλος Λούκαρης.
Επίσκοπος Χιμάρας είναι ο Σεραφείμ και μητροπολίτης Ιωαννίνων ο Καλλίνικος. Με τη συμπαράσταση του Πατριαρχείου αντιμετωπίζουν την προπαγάνδα. Οι Παπικοί απέτυχαν, αν και ποτέ δεν παραδέχθηκαν την ήττα τους, ενώ η παπική προπαγάνδα συνεχίστηκε ως τα μέσα του 18ου αιώνα, οπότε ο προσανατολισμός των Χιμαριωτών προς τη Ρωσία την κατέπνιξε απολύτως.
Ρωσικά έγγραφα αποδεικνύουν αυτή τη στροφή. Παράδειγμα επιστολή προς την Τσαρίνα Ελισάβετ με ημερομηνία 4-10-1759: Οι Χιμαριώτες υπόσχονται να συμπολεμήσουν με τη Ρωσία κατά των Τούρκων.
Σε άλλο έγγραφο (14-10-1759) οι τρεις καπετάνιοι της Χιμάρας, Γκίκας Σπύρος, ΓκίκαςΒρετός, ΚωνσταντίνοςΑθανάσης, δηλώνουν υποταγή και βεβαιώνουν πώς μπορούν να συγκροτήσουν 1 ή 2 συντάγματα. Έγγραφο του Νοεμβρίου 1759 ζητεί (με υπογραφές προκρίτων και καπεταναίων) να δεχθεί η Αυτοκράτειρα ως αντιπροσώπους της Χιμάρας τους αρχιμανδρίτη Άνθιμο Βασιλικό και καπετάνιο Πάνο Σπύρο Μπιτσίλη. Οι αντιπρόσωποι πήγαν και παρέδωσαν υπόμνημα στο οποίο αναφέρονται όλοι οι αντιτουρκικοί αγώνες των Χιμαριωτών από το 1507 ως το 1716, είναι δε ιδιαιτέρας ιστορικής αξίας διότι αναφέρεται σε ελληνικά χωριά που αργότερα τούρκεψαν.
Το 1767 ξεσπά νέα επανάσταση πού καταπνίγεται δυο χρόνια αργότερα από τον Σιλιχτάρ Πασά. Τα χρόνια πού ακολουθούν σημαδεύονται από την εθναποστολική δράση του Κοσμά του Αιτωλού που προσέφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες στην μορφωτική αναγέννηση των χωριών της Χιμάρας. Χαρακτηριστικό έμεινε το γεγονός της προτροπής του πατροΚοσμά να χτισθούν σχολειά ακόμη κι αν πρέπει να γκρεμιστούν εκκλησιές. Τότε έμειναν και οι Άγιοι Πάντες μοναδικός ναός της Χιμάρας ενώ ο λαός με πίστη άκουγε τα κηρύγματα για το “ποθούμενον” που πλησιάζει\
Η Χιμάρα δοκιμάστηκε από την τρομερή αγριότητα των τουρκαλβανών του Αλή Πασά. Στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806 συμμετέχουν πολλοί Χιμαριώτες και το1808 Χιμαριώτες βοηθούν τον στρατηγό της Ναπολεόντειας Γαλλίας Μπερτιέ στα Επτάνησα, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση των προσκυνημένων στην Πύλη τουρκορωμηών.
Στην Μεγάλη Ελληνική Επανάστασητου 1821 οι Χιμαριώτες δίνουν πάλι το παρών. Με τον Αθανάσιο Χειμαριώτη στο πλευρό του Υψηλάντη, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, και με τον Σπύρο Σπυρομήλιο στο Βάλτο, στο Μεσολόγγι, στο Φάληρο. Περίφημοι αγωνιστές της επανάστασης αναδείχθηκαν οι Γκιόκας, Δημητρίου, Χαρίσης, Νέστος, Ζάχος, Δήμας, Γκιάκας, Γκορέτσης, Δούκας.
Στο νέο ελληνικό κράτος και στον αγώνα κατά της βαυαρικής απολυταρχίας και ξενοκρατίας ο Σπυρομήλιος είναι παρών. Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων το 1843, ηγείται, μαζί με τον Καλλέργη και τον Μακρυγιάννη, της ιστορικής Επανάστασης πού επέβαλε την συνταγματική οργάνωση του κράτους.
Το 1847 ξεσπά ή Επανάσταση των Αρβανιτών του Γιάννη Αλεξίου (γνωστού και ως Γκιουλέκα) που ήταν σε επαφή με το πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη για ένωση ολόκληρης της Αλβανίας (με ένα καθεστώς αυτονομίας) με την Ελλάδα.
Σε κάθε κρίση του Ανατολικού Ζητήματος παίρνει φωτιά η Χιμάρα, μαυρίζουν τ’ Ακροκεραύνια, σηκώνονται και ανεμίζουν στ’ αγέρι της Αδριατικής οι γαλανές σημαίες: 1854, 1866, 1878, 1897. Πόσο ακόμη ραγιάδες; ρωτούν οι ατρόμητοι Χιμαριώτες πριν βγάλουν από τον ύπνο, εκείνα τα όργανα πού φέρνουν, μονάχα αυτά, τη λευτεριά. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1878 ο απεσταλμένος του Άγγλου υπουργού εξωτερικών Σώλσμπερυ, ο Λόνγκσγουερθ δίδει σε υπόμνημά του πληθυσμό 25.000 Χριστιανών για τον κάζα Χιμάρας που ανήκε στο σαντζάκι Αργυροκάστρου. Για τα 13 χωριά της Χιμάρας, απογραφή του 1908 (τουρκική) δίδει 7.218 Έλληνες (Χριστιανούς) επί συνόλου 11.968 κατοίκων, ποσοστό δηλαδή περίπου 60%. Τόσο είναι το ποσοστό πού δίδει περίπου και η απογραφή της Αυτονόμου Ηπείρου το 1914: 6.188 Έλληνες επί συνόλου 10.648 κατοίκων ενώ η ελληνική απογραφή του 1913, με διαφορετικά όρια, δίνει 6.188 Έλληνες επί συνόλου 7.868 κατοίκων, δηλ. ποσοστό 80%. Από το 1927, η Αλβανία (με στατιστική) δέχεται στη Β. Ήπειρο 105 χωριά, μόνο, ως ελληνικά, τα απολύτως ελληνόφωνα. Μεταξύ αυτών μόνο 3 της Χιμάρας: Δρυμάδες (1817 κατ.), Παλάσσα (682 κατ.), Χιμάρα (1786 κατ.). Σύνολο 4.285 κατ. “Σύνολο” Βορειοηπειρωτών για τους Αλβανούς : 38.858. Με την ίδια στατιστική, η Αλβανία είχε 828.593 κατοίκους.
Λίγα χρόνια πριν, το υπόμνημα της 3ης Ιουλίου 1913 προς την Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου είχαν υπογράψει οι πρόκριτοι 13 χωριών: Χιμάρα, Παλάσα, Δρυμάδες, Βουνό, Πήλιουρι, Κούδεσι, Κηπαρό, Λιάτες, Πικέρνι, Λούκοβο, Άγ. Βασίλειος, Χουτέτσοβο, Νίβιτσα.
Για τα σχολεία, ο Amadori Virgili (“La questione Rumeliota”, 1906) δίνει:
Σχολεία Δάσκαλοι Μαθητές
9 το 1900 14 428
13 το 1902 21 965
και (περιέργως) ο ίδιος,
3 το 1906 14 507
Κατά το υπόμνημα της Αυτονόμου Κυβερνήσεως έχουμε 13 σχολεία (8 αρρένων - 5 θηλέων) με 965 μαθητές (645+320). Να σημειωθεί ότι στο τέλος της Τουρκοκρατίας (περί το 1800) υπήρχαν κατά τον Φ. Οικονόμου 21 σχολεία (“Τα σχολεία της Β. Ηπείρου”, σελ. 97).
Με την σωτήρια Επανάσταση στο Γουδί (1909) αχνοφέγγει η Λευτεριά για τους αλύτρωτους. Το 1910, όταν Νεότουρκοι αποβιβάζονται στη Χιμάρα για να καταργήσουν οριστικά τα προνόμια, δύο ελληνικά αντιτορπιλικά (Ασπίς, Σφενδόνη) στα ανοιχτά, αποτρέπουν τους Τούρκους από κάθε πρόκληση. Ήταν φανερό πώς κάτι είχε αλλάξει. Με τη Βαλκανική Συμμαχία η Ελλάδα ξεκινά τον Οκτώβριο του 1912 τον ιερό αγώνα και στις 5 Νοεμβρίου ο Σπυρομήλιος, ο θρυλικός καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα, απελευθερώνει την Χιμάρα μέσα σ’ ένα παραλήρημα χαράς.
Κι όταν ο αμοραλισμός του διεθνούς ιμπεριαλισμού αποσπά την ελληνικότατη Πατρίδα από το ελληνικό κρατικό συγκρότημα, είναι πρώτη η Χιμάρα πού σηκώνει στις 9 Φεβρουαρίου 1914 την ένδοξη και τιμημένη σημαία της Αυτονομίας.
Μετά τις μάχες στο Πήλιουρι, στην Παλάσα, στο Τσόραϊ και στο Μπόρσι, στο Βούνο οι Χιμαριώτες κράτησαν λεύτερη την πατρίδα τους, περήφανη τη γενιά τους, εκείνη την ανεπανάληπτη άνοιξη του ’14 που έμελλε να μείνει ιστορικά αδικαίωτη αλλά ηθικά φωτεινός οδοδείκτης και πυξίδα πορείας στα δύσκολα χρόνια πού ακολούθησαν. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χάος και αναταραχή επικρατούν στην Αλβανία. Η Ελλάδα παίρνει από τις δυνάμεις της Αντάντ εντολή ανακαταλήψεως της Βορείου Ηπείρου αλλά, κατά τις θλιβερές ημέρες του Εθνικού Διχασμού, όταν οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν αμαχητί την Ανατολική Μακεδονία, οι Ιταλοί προελαύνουν και καταλαμβάνουν την δύσμοιρη χώρα.
Ρακί, λουλούδια και δάκρυα όρισαν τη νέα αποχώρηση του ελληνικού στρατού. Η πρώτη Ιταλοκρατία σημαδεύθηκε από μαζικές εκτοπίσεις στην Ιταλία. Όταν το 1919 οι Ιταλοί χτυπήθηκαν από Αλβανούς στον Αυλώνα, τότε θα ζητήσουν την προστασία των Χιμαριωτών, μια προστασία πού, γενναιόφρονα, τους παρεσχέθη. Η νίκη της Αντάντ και η συμφωνία Τιτόνι-Βενιζέλου δημιουργούν νέες ελπίδες ενώ η Χιμάρα με τον αρχηγό της Νίκο Σπυρομήλιο σηκώνει τη σημαία της Ανεξαρτησίας. Μια ανεξαρτησία που δεν κράτησε...
Με την πολιτική μεταβολή του 1920 οι Ιταλοί μεθοδεύουν την οριστική προσκύρωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Οι Χιμαριώτες πιέζονται να δηλώσουν υποταγή και δέχονται αλβανική επίθεση. Η Ελλάδα αποστέλλει το αντιτορπιλικό ΑΕΤΟΣ προς ενίσχυση των αγωνιζομένων με εκπροσώπους τηςτον Γιαννάκη Σπύρου και τον Ν. Σπυρομήλιο. Οι Αλβανοί συνεχίζουν την προσπάθεια κατάργησης των προνομίων. Οι πρόκριτοι εκτοπίζονται ενώ σε αιματηρά επεισόδια διακρίνονται για τον ηρωισμό τους οι γυναίκες της Χιμάρας.
Το 1932, όταν ο Ζώγου προσπαθεί πάλι να καταργήσει τα προνόμια, εξαπολύεται νέος διωγμός των ανυπόταχτων Χιμαριωτών. Η Χιμάρα συμμετέχει στον σχολικό αγώνα του 1934-35 και πέτυχε την επαναλειτουργία ελληνικών σχολείων πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Β. Ήπειρο, μόλις το 1937-38.
Η αντίστροφη όμως μέτρηση προς την συγκλονιστική δεκαετία του 1940 είχε αρχίσει. Τον Απρίλη του 1939, η Φασιστική Ιταλία καταλαμβάνει την Αλβανία και αρχίζει τις συστηματικές διώξεις των Ελλήνων. Πλήθος Χιμαριωτών πατριωτών εκτοπίζονται στην Βιντσέντζα της Ιταλίας. Η μεγάλη στιγμή πλησιάζει. Οι Ιταλοί αποτολμούν την 28η Οκτωβρίου να πλήξουν τις ελληνικές μεθοριακές δυνάμεις. Δυο εβδομάδες αργότερα άρχιζε η ελληνική αντεπίθεση και η τρίτη απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου.
Στις 22 Δεκεμβρίου, η 3η Μεραρχία Πεζικού έμπαινε στην Χιμάρα και από τους Αγίους Πάντες άρχιζε η μεγάλη γιορτή της λευτεριάς. Οι σημαίες ξεδιπλώθηκαν ξανά στον παγωμένο αγέρα και εκείνα τα Χριστούγεννα έμειναν αλησμόνητα, πληγή αγαπημένη, θύμηση πικρή μα και λυτρωτική. Τα πρόσωπα τα φώτιζε η Νίκη. Τα ίδια εκείνα πρόσωπα που λίγους μήνες μετά, όταν η άνανδρη επίθεση των Ούννων, των νέων Γότθων του Βορρά, υποχρέωνε σε υποχώρηση τους Νικημένους Νικητές, δακρυσμένα ψιθύριζαν:
- Να μας ξανάρθετε, να μας ξανάρθετε.
Με τη νέα κατοχή οι Χιμαριώτες ούτε τότε συμβιβάστηκαν. Όπως σ’ όλη την Ελλάδα, έγραψαν λαμπρές σελίδες Εθνικής Αντίστασης. Με πρωτοπόρους τους αγωνιστές του Μετώπου Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου, του θρυλικού ΜΑΒΗ πού ίδρυσε μαζί με τους Βασίλη Σαχίνη, Ηλία Κώνστα, Γιώργο Τάσο και Σπύρο Ντάσιο, ο Χιμαριώτης εισαγγελέας Αναστάσιος Κοκκαβέσης. Οι ιερές μορφές τους, από τα Νησιά των Μακάρων, φωτίζουν, ορίζουν και καθοδηγούν τους αγώνες κάθε πατριώτη.
Σε μια ιστορική συνέλευση των χωριών της η Χιμάρα κηρύσσεται Αυτόνομη με 6μελή Κυβέρνηση. Η ένοπλη δύναμή της κατέστησε τη Χιμάρα αληθινή Ελεύθερη Ορεινή Ελλάδα του Βορρά, με ηγέτες το Γιώργη Μπολάνο, το Μήλιο Μερκούρη και το Γεράσιμο Ντούνη.
Λυσσούν οι ναζί κατακτητές κι οι συνεργάτες τους Μπαλίστες. Λυσσούν οι κομμουνιστές της αλβανικής Παρτία. Κι αρχίζουν την άνανδρη δράση τους. Στις 17 Νοέμβρη του ’43, δολοφονείται ο αρχηγός Βασίλης Σαχίνης, στις 3 Δεκέμβρη ο ηγέτης της Χιμάρας Γιώργης Μπολάνος. Κι ακολουθούν μάρτυρες της Αντίστασης, ο Στέφος Γκικόπουλος, ο Κόλιας Κιτσούλης, ο Μίλιος Σπυρομήλιος και τόσοι άλλοι. Φθάνει η πολυπόθητη στιγμή της Νίκης. Μα τότε θα αποδειχθεί η ανεπάρκεια -όλων δυστυχώς- των ελλαδικών οργανώσεων και κυρίως η επαίσχυντη ανηθικότητα των Συμμάχων που έριξαν την Πατρίδα στη δίνη του αδελφοκτόνου σπαραγμού.
Η αντίδραση των Χιμαριωτών στο ψευτο-δημοψήφισμα του Εμβέρ Χότζια το 1945 σφράγισε μιαν ολόκληρη εποχή αγώνων. Στα σαράντα πέντε χρόνια σταλινικής τυραννίας που ακολούθησαν, με μόχθο, κόπο, αίμα κι ιδρώτα η ελληνική ψυχή δεν εκάμφθη. Ώσπου ήρθε η άνοιξη του 1990, η μέθη της ελευθερίας. Μα οι αυταπάτες δεν κράτησαν πολύ. Η διαφθορά του κοσμοπολιτισμού και του δυτικισμού από την μια και το αμετανόητα ολοκληρωτικό καθεστώς των Τιράνων συνιστούν σήμερα έναν κίνδυνο άμεσο και υπαρκτό.
Χιμάρα-Ιστορική αναδρομή
Κ.Χατζηαντωνίου
H Χιμάρα και η περιοχή της βρίσκεται στους πρόποδες των Ακροκεραυνίων, στα βορειοδυτικά άκρα του εθνικού μας Χώρου. Τόπος άγονος που έγινε με τη δουλειά των κατοίκων του εύφορος, τόπος που συμμετέχει στην εθνική ύπαρξη του ελληνισμού από τα πρώτα ιστορικά χρόνια. Από τότε που η πελασγική ζωτικότητα και η κρητομυκηναϊκή κληρονομία θεμελίωναν το οικοδόμημα του ελληνικού πολιτισμού.
Ο χώρος της Χιμάρας είναι τόπος εγκατάστασης των Χαόνων, μιας πελασγικής φυλής που κατοίκησε σ’ όλη την Παραδριατική Ήπειρο απ’ τον Κάλαμο ως τον Αυλώνα, δίδοντας το όνομά της στην περιοχή (Χαονία). Σήμερα περιοχή Χιμάρας θεωρείται η Β.Δ. του Δελβίνου (με όριο τον ποταμό Καλεσιώτη) και Ν. του Αυλώνος (με όριο τα Ακροκεραύνια όρη) περιοχή και ειδικότερα επτά χωριών πού κράτησαν αδιάσπαστη την συνείδηση της ιστορικής ελληνικής συνέχειας: Χιμάρα, Δρυμάδες, Παλάσα (τα οποία παραμένουν ελληνόφωνα), Βούνο, Πήλιουρι, Κηπαρό και Κούδεσι.
Η ορθή γραφή της Χιμάρας, ως προερχόμενη από την θεότητα των καταιγίδων, του χειμώνα και των αστραπόβροντων Χίμαιρα είναι με γιώτα και ένα ρο, κι όχι με ει και δύο ρ (Χειμάρρα) καθώς δεν προέρχεται όπως νομιζόταν από τη θέση της μεταξύ δύο χειμάρρων. Στον χώρο της υπήρχε άλλωστε η αρχαία πόλη Χίμαιρα. Η αναφορά της ηπειρωτικής Χιμάρας βρίσκεται για πρώτη φορά στον Συρακούσιο ποιητή Θεοδωρίδα. Επιτύμβιο επίγραμμα της Ελλην. Ανθολογίας (7, 529) αναφέρει:
Η παληκαριά τον άντρα στον ουρανό και στον Άδη τον φέρνει.
Έτσι και τον γιο του Σώσανδρου, το Δωρόθεο, μες τη φωτιά το ρίχνει.
Γιατί, ζητώντας λεύτερηστην Φθία μέρα, καραβοτσακίστηκε ανάμεσα στους Σηκούς και στη Χιμάρα.
Ο Μ. Δένδιας εξηγεί πώς Σηκοί είναι το Sicum, σημερινό Σεμπενίκο της Δαλματίας. Χιμάρα δε η γνωστή. (Απουλία και Χιμάρα, Αθήνα, 38, 1927).
Η Χιμάρα, μια επαρχία της Χαονίας, πολύ νωρίς παρουσίασε τα εθνικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά του λαού μας. Γράφει ο Θουκυδίδης πώς οι Χάονες, λαός αβασίλευτος, εκυβερνώντο από δύο άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο και προήρχοντο από το αρχαίο βασιλικό γένος του οποίου τα προνόμια είχαν περιοριστεί στην ηγεσία της φυλής αλλά με αιρετούς αντιπροσώπους (Θουκ. Β 68-91 και Β 80,5).
Κατά τον Μεσσηνιακό Πόλεμο, τον 7ο αι., σημειώνεται μετακίνηση Σπαρτιατών προς τα Ακροκεραύνια, γεγονός που ίσως εξηγεί αρκετές ομοιότητες των δύο τόπων αλλά και μια παράδοση κοινής καταγωγής. Οι Χάονες λαμβάνουν μέρος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο υπό τους άρχοντές τους Φώτιο και Νικάνορα κατά των Ακαρνάνων, καθώς όλη η Ήπειρος πλην της Αμβρακίας είχε ταχθεί στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Η αποτυχία όμως αυτής της εκστρατείας ήταν η αρχή της παρακμής των Χαόνων (Στράβων, Γεωγραφικά 323).
Ένα άλλο φύλο, στην περιοχή του σημερινού νομού Ιωαννίνων, οι Μολοσσοί αναλαμβάνουν τον πρώτο ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ηπείρου. Στις μέρες του βασιλιά Νεοπτόλεμου δημιουργείται ομοσπονδία ηπειρωτικών φύλων πού στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ ενσωματώνεται στο βασίλειο των Μακεδόνων. Στη νέα ηπειρωτική Ομοσπονδία πού συγκροτήθηκε μετά το θάνατο του Πύρρου, ένας από τους 3 στρατηγούς ορίστηκε να είναι Χάων. Η Ήπειρος, υφιστάμενη τρομερές καταστροφές και δηώσεις από τον Αιμίλιο Παύλο, θα υποκύψει στους Ρωμαίους και στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, όταν ο ελληνισμός ανασυγκροτείται, γνωρίζει νέες βαρβαρικές επιδρομές από Γότθους, Ούννους, Οστρογότθους.
Ο Ιουστινιανός θα ανακαινίσει και θα ισχυροποιήσει το φρούριο της Χιμάρας που αναφέρει ο Πλίνιος (Ηist. Natur. 1,4) ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια: “Ιη Ερiri ora castellum in Acrocerauniis Chimera”. Το φρούριο (που υπήρξε ορμητήριο για επιθέσεις κατά των βαρβάρων της Δύσεως) αναφέρεται ως Χίμαιρα από τον Προκόπιο (περί Κτισμάτων Δ4), Χιμάρα από την Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς Β΄,σελ.168,169) και Χείμαρρο (με ει) από τον Ιωάννη Καντακουζηνό (Ιστοριών Α΄ 509).
Η Χιμάρα γνωρίζει καταστροφή από επιδρομές Σαρακηνών (877) και Βουλγάρων (1034), από Σταυροφόρους και Σέρβους του Στέφανου Κράλλη που την υποτάσσουν το 1346 και τελικά από Αλβανούς και Τούρκους.
Το 1403 ο Κάρολος, βασιλεύς της Νεαπόλεως, αποβιβάζεται στα παράλια της Χιμάρας και απωθεί τους Αλβανούς προς Βορράν. Οι Χιμαριώτες υπό τον άρχοντα και φίλο του μεγάλου Ηγέτη Γεωργίου Καστριώτη- Σκεντέρ-μπεη, Γεώργιο Στρέσιο, συμμετέχουν στην απέλπιδα προσπάθεια να ανακοπεί η οθωμανική πανώλις. Μετά την πτώση της Κρούγιας και τον θάνατο του Σκεντέρμπεη, μόνο η Χιμάρα σ’ όλη την Ήπειρο μένει ανυπόταχτη. Το 1463 την βρίσκει αυτοδιοίκητη και υπό προστασία των Ενετών.
Καθ’ όλη την Τουρκοκρατία, η Χιμάρα υπήρξε για τη Β. Ήπειρο ό,τι υπήρξε το Σούλι για τη Νότια. Δυστυχώς η παλικαριά των Χιμαριωτών δεν έγινε τόσο γνωστή. Κι ας κράτησε ψηλά το λάβαρο της λευτεριάς για 5 αιώνες. Γιατί εκεί πάνω ο Τούρκος δεν ησύχασε στιγμή. Θα δούμε, πώς τα κινήματα ήταν αδιάκοπα και η ανεξάρτητη Χιμάρα τσάκισε επανειλημμένα τον Αγαρηνό όποτε αποκοτούσε να ζυγώσει τ’ άπαρτα κορφοβούνια της. Όλοι οι ανυπόταχτοι-ακρίτες, καπετάνιοι, κλέφτες, κουρσάροι, λιάμπηδες βουνήσιοι- εδώ κατέφευγαν. Πολλοί βέβαια μετανάστευσαν τότε, κυρίως προς Επτάνησα και Ιταλία. Οι περισσότεροι γιατί λόγω του πολεμικού των χαρακτήρας ήταν περιζήτητοι μισθοφόροι, ιδίως με τα κατορθώματά τους στους συνεχείς Τουρκοβενετικούς πολέμους του ΙΕ’ και ΙΣΤ’ αιώνος.
Ας αφουγκραστούμε όμως τους εξαίσιους ήχους των πολεμικών αγώνων των Χιμαριωτών. Το 1473, με ηγέτη τον περίφημο Βλάση και βενετική υποστήριξη, Χιμαριώτες κυριεύουν το φρούριο του Σοποτού (σημ. Μπόρσι) και η Επανάσταση απλώνεται από τον Αυλώνα ως τη Σαγιάδα. Δυστυχώς προδίδονται από τους Βενετούς που συνάπτουν ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους. Κι ενώ το 1478 πέφτει η Κρούγια και το 1479 η Σκόδρα, οι Χιμαριώτες ξεσηκώνονται πάλι τον Αύγουστο του 1481 υπό τον μεγάλο Επαναστάτη Κορκόδειλο Κλαδά και τον γιο του Σκεντέρμπεη, τον Ιωάννη Καστριώτη, πού ορίζεται και διοικητής στην ελεύθερη Χιμάρα. Ο διοικητής -εν ονόματι του βασιλέως της Νεαπόλεως- θα επιβάλει μάλιστα και φόρο υποτέλειας στον Τούρκο διοικητή του Αυλώνος.
Η Χιμάρα θα γνωρίσει 10 χρόνια ελευθερίας πριν υποταχθεί, αβοήθητη απ’ τους Λατίνους, στο τουρκικό ασκέρι πού οδηγούσε ο ίδιος ο σουλτάνος Βαγιαζήτ στα 1492.
Πολλά μεσόγεια χωριά άρχισαν να τουρκεύουν. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Στην Ιστορία υπάρχουν οι πολεμιστές, υπάρχουν και οι άλλοι... Ένας εξωμότης απ’ την Παλάσα, ο Λιάζ Πασάς, πασάς του Αυλώνα, με τη σύμφωνη γνώμη του σουλτάνου Σελήμ άρχισε στα 1518 να πιέζει για γενικό εξισλαμισμό. Η Πύλη έστειλε μάλιστα μεγάλη ναυτική δύναμη υπό τον Σινάν Πασά. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, οι αντιπρόσωποι της Χιμάρας δέχθηκαν την υποταγή με όρους. Κι οι όροι αυτοί ήσαν τα προνόμια πού για αιώνες ίσχυσαν στην “Αυτόνομη Συμπολιτεία των Κεραυνίων”. Τριάντα τρία χωριά τότε της Χιμάρας με ελληνική συνείδηση απέκτησαν :
Απαλλαγή από το χαράτσι (κεφαλικό φόρο), απαλλαγή από τη στρατολογία, τη δεκάτη, από κάθε φόρο και εισφορά πλην της αναγνώρισης της σουλτανικής κυριαρχίας. Επίσης δικαίωμα ελεύθερης οπλοφορίας σ’ όλη την περιοχή της Ηπείρου, αυτοδιοίκηση και οικειοποίηση επίπλων όσων καραβιών ναυαγούσαν στις ακτές τους. Λαϊκή δικαιοσύνη τέλος, απενέμετο από τους προεστούς.
Τα προνόμια αυτά διαφύλαξαν και ενίσχυσαν το ανυπόταχτο πνεύμα και την στρατιωτική ικανότητα πού σήμερα όλοι θαυμάζουμε. Οι Χιμαριώτες έγιναν ο φόβος για τους φημισμένους για την απανθρωπιά τους τουρκαλβανούς. Περνώντας απ’ το Παλέρμο, λίγα χρόνια αργότερα, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ανανέωσε αυτά τα προνόμια. Μα η λευτεριά είναι για τους Έλληνες το μέγα αγαθό, δεν χωρούν περιορισμοί. Δεν είναι ποσότητα για να υπάρχει λίγη ή περισσότερη. Είναι ποιότητα. Δεν είναι η ελευθερία ιδιότητα του Όντος. Είναι συστατικό στοιχείο του Είναι. Έτσι οι Χιμαριώτες που δεν γνωρίζουν ιδεολογικά, όπως εμείς, η γενιά των ακάπνων, αυτή την αλήθεια, αλλά βιωματικά, δεν αργούν να σηκωθούν και πάλι με αφορμή τους Τουρκοβενετικούς πολέμους πού προκαλούσαν καταστροφές στη Χιμάρα και από τους δύο εμπολέμους.
Πρώτη ξεσηκώνεται η Χιμάρα όταν ισπανικές δυνάμεις του βασιλείου της Νεαπόλεως και Γενουάτες εκστρατεύουν το 1532 στην Πελοπόννησο. Οι Χιμαριώτες, με υποτυπώδη οπλισμό (τόξα, σπαθιά, πέτρες) και χωρίς τρόφιμα, αποσύρονται στα ορεινά κρησφύγετα και στήνουν ενέδρες. Οι επιδρομές τους φτάνουν ως το σουλτανικό στρατόπεδο, στις εκβολές του Αώου. Σε μία απ’ αυτές ο ήρωας Δαμιανός προσπαθεί να πυρπολήσει τη σκηνή του σουλτάνου. Πέφτει στα χέρια του αρνησίθρησκου Αγιάζ και γνωρίζει φριχτό θάνατο. Συμβάλλουν οι Χιμαριώτες στην κυριαρχία των χριστιανικών στόλων στο Ιόνιο πριν υποκύψουν τελικά, διασφαλίζοντας τα προνόμια του 1518. Το 1564, νέα επανάσταση ξεσπά με αφορμή την απαίτηση των Τούρκων να επιβληθεί κεφαλικός φόρος και παιδομάζωμα στην Χιμάρα. Οι Χιμαριώτες καταφεύγουν στα βουνά και επιδίδονται σε ανταρτοπόλεμο προξενώντας μεγάλες καταστροφές στις δυνάμεις του Πιαλή Πασά. Στην περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) οι Χιμαριώτες προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στους Χριστιανούς συμμάχους και ενθουσιάζονται με τα μηνύματα από Ευρωπαίους ηγεμόνες που τους λεν να ετοιμασθούν για πόλεμο γιατί φθάνει η μεγάλη αρμάδα.
Τουρκικές δυνάμεις όμως κατακλύζουν την Ήπειρο ενώ οι Χιμαριώτες έρχονται σε επαφή με τους Βενετσιάνους της Κέρκυρας, που δέχονται να σεβαστούν αυτονομία, ορθοδοξία, ήθη και έθιμά τους όταν διωχθούν οι Τούρκοι. Έτσι, το καλοκαίρι του 1570 αντιλαλούν απ’ τα χιμαριώτικα καριοφίλια οι ράχες της Ηπείρου. Ηγέτης ο Προγόνης Σνάτης πού καταλαμβάνει το φρούριο του Σοποτού. Στη Νίβιτσα όμως η πολιορκία χρονίζει, και πέφτει μόλις την Άνοιξη του 1571. Οι Χιμαριώτες επιβάλλουν παραδειγματική τιμωρία στους τυράννους. Υπό τον Εμμανουήλ Μόρμορη οι επαναστάτες ελευθερώνουν Δέλβινο, Αργυρόκαστρο, Δρόπολη αλλά οι Βενετοί, αφού εξασφάλισαν αυτά πού ήθελαν, συνήψαν μονομερή συνθήκη με τους Τούρκους και τους παρέδιδαν το φρούριο του Σοποτού. Οι Βορειοηπειρώτες δεν κάμπτονται. Έρχονται σ’ επαφή με τον Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας και τον νικητή της Ναυπάκτου, τον περίφημο Δον Ζουάν τον Αυστριακό, και το 1576 αντηχούν και πάλι τα πεδία των τίμιων μαχών. Οι Χιμαριώτες υπό τον Κερκυραίο Πέτρο Λάνζα (διοικητή της Πάργας) χτυπούν το φρούριο του Σοποτού. Ακολουθούν ναυτικές επιχειρήσεις με τον καπετάν Οκταβιανό. Το 1581 νέα εξέγερση στην οποία κωφεύει παρά τις συγκινητικές εκκλήσεις ο Πάπας Γρηγόριος 13ος.
Μόνοι τους μάχονται για 10 χρόνια(!) ωςτο 1590 οπότε μια φοβερή επιδημίαλοιμού και η διακοπή του ανεφοδιασμού από την βενετοκρατούμενη Κέρκυρα ανάγκασαν τους γενναίους να καταθέσουν τα όπλα.
Ο αγώνας των Χιμαριωτών αποκτά μυθικές διαστάσεις σ’ όλη την ελληνική χερσόνησο, καθώς όχι μόνο πολεμούσαν για τον τόπο τους αλλά έστελναν και ενισχύσεις στους Ενετούς.
Τα χρόνια αυτά ένας ακόμη θανάσιμος κίνδυνος εμφανίζεται. Το ειδεχθές πρόσωπο του δυτικού ιμπεριαλισμού πίσω από το φιλάνθρωπο προσωπείο του παπικού ψευδοχριστιανισμοϋ. Οι αρματωμένοι Χιμαριώτες δεν είχαν μόνο να αντιπαλέψουν τον καταχτητή. Είχαν και τη δράση των λατίνων μισιονάριων πού σαν ύαινες πάσχιζαν στις χώρες πού πατούσε ο Τούρκος να αποσπάσουν ψυχές από την Εκκλησία μας, να τις μαντρώσουν στο επονείδιστο εμπορείο του Παπισμού. Οι Πάπες είχαν σαφή και σοφή πολιτική διεισδύσεως.
Το 1577, οι αντιπρόσωποι της Χιμάρας Νικόλας Γκίκας και Γεώργιος Γκάτας ζητούν στη Ρώμη βοήθεια απ’ την Αγία Έδρα. Αντί για βοήθεια ο Πάπας τους έστειλε έναν μισιονάριο-προπαγανδιστή, τον Λορένζο Καλλατίνο. Την ίδια εποχή, το 1581 συγκεκριμένα, με νέα επιστολή οι Χιμαριώτες ζητούν και πάλι έμπρακτη βοήθεια για επανάσταση. Στο ιστορικό αυτό έγγραφο υπέγραφαν και πολλά από τα χωριά πού αργότερα τούρκεψαν. Οι Χιμαριώτες υπόσχονται ακόμη και πλήρη υποταγή τους στην καθολική Εκκλησία, μα ο Γρηγόριος (που κάποιοι μας τον παρουσίασαν και φιλέλληνα) κωφεύει. Στην απάντησή του (22-12-1582) εύχεται για την σωτηρία των Χιμαριωτών...”Εμείς θα σας ενθυμούμεθα στις προσευχές μας”, γράφει…
Στα 1627 φθάνει στην Χιμάρα ένας Κύπριος διανοούμενος πού είχε απαρνηθεί την Ορθοδοξία στο κακόφημο Κολέγιο του Άγιου Αθανασίου. Ο Νεόφυτος Ροδινός που πασχίζει είκοσι χρόνια και δηλητηριάζει τη Χιμάρα με το δηλητήριο της Φραγκιάς, του Καθολικισμού. Ιδρύει σχολεία στο Βούνο, στη Χιμάρα, στη Νίβιτσα και θα είχε προκαλέσει δεινό πλήγμα στον εθνισμό και στην πίστη μας αν εκείνα τα χρόνια δεν βρισκόταν στον Πατριαρχικό θρόνο της πρωτευούσης μας, της Κωνσταντινουπόλεως, ένας μέγας Άνδρας, ο ηπειρωτικής (για ορισμένους) καταγωγής Κύριλλος Λούκαρης.
Επίσκοπος Χιμάρας είναι ο Σεραφείμ και μητροπολίτης Ιωαννίνων ο Καλλίνικος. Με τη συμπαράσταση του Πατριαρχείου αντιμετωπίζουν την προπαγάνδα. Οι Παπικοί απέτυχαν, αν και ποτέ δεν παραδέχθηκαν την ήττα τους, ενώ η παπική προπαγάνδα συνεχίστηκε ως τα μέσα του 18ου αιώνα, οπότε ο προσανατολισμός των Χιμαριωτών προς τη Ρωσία την κατέπνιξε απολύτως.
Ρωσικά έγγραφα αποδεικνύουν αυτή τη στροφή. Παράδειγμα επιστολή προς την Τσαρίνα Ελισάβετ με ημερομηνία 4-10-1759: Οι Χιμαριώτες υπόσχονται να συμπολεμήσουν με τη Ρωσία κατά των Τούρκων.
Σε άλλο έγγραφο (14-10-1759) οι τρεις καπετάνιοι της Χιμάρας, Γκίκας Σπύρος, ΓκίκαςΒρετός, ΚωνσταντίνοςΑθανάσης, δηλώνουν υποταγή και βεβαιώνουν πώς μπορούν να συγκροτήσουν 1 ή 2 συντάγματα. Έγγραφο του Νοεμβρίου 1759 ζητεί (με υπογραφές προκρίτων και καπεταναίων) να δεχθεί η Αυτοκράτειρα ως αντιπροσώπους της Χιμάρας τους αρχιμανδρίτη Άνθιμο Βασιλικό και καπετάνιο Πάνο Σπύρο Μπιτσίλη. Οι αντιπρόσωποι πήγαν και παρέδωσαν υπόμνημα στο οποίο αναφέρονται όλοι οι αντιτουρκικοί αγώνες των Χιμαριωτών από το 1507 ως το 1716, είναι δε ιδιαιτέρας ιστορικής αξίας διότι αναφέρεται σε ελληνικά χωριά που αργότερα τούρκεψαν.
Το 1767 ξεσπά νέα επανάσταση πού καταπνίγεται δυο χρόνια αργότερα από τον Σιλιχτάρ Πασά. Τα χρόνια πού ακολουθούν σημαδεύονται από την εθναποστολική δράση του Κοσμά του Αιτωλού που προσέφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες στην μορφωτική αναγέννηση των χωριών της Χιμάρας. Χαρακτηριστικό έμεινε το γεγονός της προτροπής του πατροΚοσμά να χτισθούν σχολειά ακόμη κι αν πρέπει να γκρεμιστούν εκκλησιές. Τότε έμειναν και οι Άγιοι Πάντες μοναδικός ναός της Χιμάρας ενώ ο λαός με πίστη άκουγε τα κηρύγματα για το “ποθούμενον” που πλησιάζει\
Η Χιμάρα δοκιμάστηκε από την τρομερή αγριότητα των τουρκαλβανών του Αλή Πασά. Στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806 συμμετέχουν πολλοί Χιμαριώτες και το1808 Χιμαριώτες βοηθούν τον στρατηγό της Ναπολεόντειας Γαλλίας Μπερτιέ στα Επτάνησα, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση των προσκυνημένων στην Πύλη τουρκορωμηών.
Στην Μεγάλη Ελληνική Επανάστασητου 1821 οι Χιμαριώτες δίνουν πάλι το παρών. Με τον Αθανάσιο Χειμαριώτη στο πλευρό του Υψηλάντη, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, και με τον Σπύρο Σπυρομήλιο στο Βάλτο, στο Μεσολόγγι, στο Φάληρο. Περίφημοι αγωνιστές της επανάστασης αναδείχθηκαν οι Γκιόκας, Δημητρίου, Χαρίσης, Νέστος, Ζάχος, Δήμας, Γκιάκας, Γκορέτσης, Δούκας.
Στο νέο ελληνικό κράτος και στον αγώνα κατά της βαυαρικής απολυταρχίας και ξενοκρατίας ο Σπυρομήλιος είναι παρών. Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων το 1843, ηγείται, μαζί με τον Καλλέργη και τον Μακρυγιάννη, της ιστορικής Επανάστασης πού επέβαλε την συνταγματική οργάνωση του κράτους.
Το 1847 ξεσπά ή Επανάσταση των Αρβανιτών του Γιάννη Αλεξίου (γνωστού και ως Γκιουλέκα) που ήταν σε επαφή με το πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη για ένωση ολόκληρης της Αλβανίας (με ένα καθεστώς αυτονομίας) με την Ελλάδα.
Σε κάθε κρίση του Ανατολικού Ζητήματος παίρνει φωτιά η Χιμάρα, μαυρίζουν τ’ Ακροκεραύνια, σηκώνονται και ανεμίζουν στ’ αγέρι της Αδριατικής οι γαλανές σημαίες: 1854, 1866, 1878, 1897. Πόσο ακόμη ραγιάδες; ρωτούν οι ατρόμητοι Χιμαριώτες πριν βγάλουν από τον ύπνο, εκείνα τα όργανα πού φέρνουν, μονάχα αυτά, τη λευτεριά. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1878 ο απεσταλμένος του Άγγλου υπουργού εξωτερικών Σώλσμπερυ, ο Λόνγκσγουερθ δίδει σε υπόμνημά του πληθυσμό 25.000 Χριστιανών για τον κάζα Χιμάρας που ανήκε στο σαντζάκι Αργυροκάστρου. Για τα 13 χωριά της Χιμάρας, απογραφή του 1908 (τουρκική) δίδει 7.218 Έλληνες (Χριστιανούς) επί συνόλου 11.968 κατοίκων, ποσοστό δηλαδή περίπου 60%. Τόσο είναι το ποσοστό πού δίδει περίπου και η απογραφή της Αυτονόμου Ηπείρου το 1914: 6.188 Έλληνες επί συνόλου 10.648 κατοίκων ενώ η ελληνική απογραφή του 1913, με διαφορετικά όρια, δίνει 6.188 Έλληνες επί συνόλου 7.868 κατοίκων, δηλ. ποσοστό 80%. Από το 1927, η Αλβανία (με στατιστική) δέχεται στη Β. Ήπειρο 105 χωριά, μόνο, ως ελληνικά, τα απολύτως ελληνόφωνα. Μεταξύ αυτών μόνο 3 της Χιμάρας: Δρυμάδες (1817 κατ.), Παλάσσα (682 κατ.), Χιμάρα (1786 κατ.). Σύνολο 4.285 κατ. “Σύνολο” Βορειοηπειρωτών για τους Αλβανούς : 38.858. Με την ίδια στατιστική, η Αλβανία είχε 828.593 κατοίκους.
Λίγα χρόνια πριν, το υπόμνημα της 3ης Ιουλίου 1913 προς την Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου είχαν υπογράψει οι πρόκριτοι 13 χωριών: Χιμάρα, Παλάσα, Δρυμάδες, Βουνό, Πήλιουρι, Κούδεσι, Κηπαρό, Λιάτες, Πικέρνι, Λούκοβο, Άγ. Βασίλειος, Χουτέτσοβο, Νίβιτσα.
Για τα σχολεία, ο Amadori Virgili (“La questione Rumeliota”, 1906) δίνει:
Σχολεία Δάσκαλοι Μαθητές
9 το 1900 14 428
13 το 1902 21 965
και (περιέργως) ο ίδιος,
3 το 1906 14 507
Κατά το υπόμνημα της Αυτονόμου Κυβερνήσεως έχουμε 13 σχολεία (8 αρρένων - 5 θηλέων) με 965 μαθητές (645+320). Να σημειωθεί ότι στο τέλος της Τουρκοκρατίας (περί το 1800) υπήρχαν κατά τον Φ. Οικονόμου 21 σχολεία (“Τα σχολεία της Β. Ηπείρου”, σελ. 97).
Με την σωτήρια Επανάσταση στο Γουδί (1909) αχνοφέγγει η Λευτεριά για τους αλύτρωτους. Το 1910, όταν Νεότουρκοι αποβιβάζονται στη Χιμάρα για να καταργήσουν οριστικά τα προνόμια, δύο ελληνικά αντιτορπιλικά (Ασπίς, Σφενδόνη) στα ανοιχτά, αποτρέπουν τους Τούρκους από κάθε πρόκληση. Ήταν φανερό πώς κάτι είχε αλλάξει. Με τη Βαλκανική Συμμαχία η Ελλάδα ξεκινά τον Οκτώβριο του 1912 τον ιερό αγώνα και στις 5 Νοεμβρίου ο Σπυρομήλιος, ο θρυλικός καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα, απελευθερώνει την Χιμάρα μέσα σ’ ένα παραλήρημα χαράς.
Κι όταν ο αμοραλισμός του διεθνούς ιμπεριαλισμού αποσπά την ελληνικότατη Πατρίδα από το ελληνικό κρατικό συγκρότημα, είναι πρώτη η Χιμάρα πού σηκώνει στις 9 Φεβρουαρίου 1914 την ένδοξη και τιμημένη σημαία της Αυτονομίας.
Μετά τις μάχες στο Πήλιουρι, στην Παλάσα, στο Τσόραϊ και στο Μπόρσι, στο Βούνο οι Χιμαριώτες κράτησαν λεύτερη την πατρίδα τους, περήφανη τη γενιά τους, εκείνη την ανεπανάληπτη άνοιξη του ’14 που έμελλε να μείνει ιστορικά αδικαίωτη αλλά ηθικά φωτεινός οδοδείκτης και πυξίδα πορείας στα δύσκολα χρόνια πού ακολούθησαν. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χάος και αναταραχή επικρατούν στην Αλβανία. Η Ελλάδα παίρνει από τις δυνάμεις της Αντάντ εντολή ανακαταλήψεως της Βορείου Ηπείρου αλλά, κατά τις θλιβερές ημέρες του Εθνικού Διχασμού, όταν οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν αμαχητί την Ανατολική Μακεδονία, οι Ιταλοί προελαύνουν και καταλαμβάνουν την δύσμοιρη χώρα.
Ρακί, λουλούδια και δάκρυα όρισαν τη νέα αποχώρηση του ελληνικού στρατού. Η πρώτη Ιταλοκρατία σημαδεύθηκε από μαζικές εκτοπίσεις στην Ιταλία. Όταν το 1919 οι Ιταλοί χτυπήθηκαν από Αλβανούς στον Αυλώνα, τότε θα ζητήσουν την προστασία των Χιμαριωτών, μια προστασία πού, γενναιόφρονα, τους παρεσχέθη. Η νίκη της Αντάντ και η συμφωνία Τιτόνι-Βενιζέλου δημιουργούν νέες ελπίδες ενώ η Χιμάρα με τον αρχηγό της Νίκο Σπυρομήλιο σηκώνει τη σημαία της Ανεξαρτησίας. Μια ανεξαρτησία που δεν κράτησε...
Με την πολιτική μεταβολή του 1920 οι Ιταλοί μεθοδεύουν την οριστική προσκύρωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Οι Χιμαριώτες πιέζονται να δηλώσουν υποταγή και δέχονται αλβανική επίθεση. Η Ελλάδα αποστέλλει το αντιτορπιλικό ΑΕΤΟΣ προς ενίσχυση των αγωνιζομένων με εκπροσώπους τηςτον Γιαννάκη Σπύρου και τον Ν. Σπυρομήλιο. Οι Αλβανοί συνεχίζουν την προσπάθεια κατάργησης των προνομίων. Οι πρόκριτοι εκτοπίζονται ενώ σε αιματηρά επεισόδια διακρίνονται για τον ηρωισμό τους οι γυναίκες της Χιμάρας.
Το 1932, όταν ο Ζώγου προσπαθεί πάλι να καταργήσει τα προνόμια, εξαπολύεται νέος διωγμός των ανυπόταχτων Χιμαριωτών. Η Χιμάρα συμμετέχει στον σχολικό αγώνα του 1934-35 και πέτυχε την επαναλειτουργία ελληνικών σχολείων πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Β. Ήπειρο, μόλις το 1937-38.
Η αντίστροφη όμως μέτρηση προς την συγκλονιστική δεκαετία του 1940 είχε αρχίσει. Τον Απρίλη του 1939, η Φασιστική Ιταλία καταλαμβάνει την Αλβανία και αρχίζει τις συστηματικές διώξεις των Ελλήνων. Πλήθος Χιμαριωτών πατριωτών εκτοπίζονται στην Βιντσέντζα της Ιταλίας. Η μεγάλη στιγμή πλησιάζει. Οι Ιταλοί αποτολμούν την 28η Οκτωβρίου να πλήξουν τις ελληνικές μεθοριακές δυνάμεις. Δυο εβδομάδες αργότερα άρχιζε η ελληνική αντεπίθεση και η τρίτη απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου.
Στις 22 Δεκεμβρίου, η 3η Μεραρχία Πεζικού έμπαινε στην Χιμάρα και από τους Αγίους Πάντες άρχιζε η μεγάλη γιορτή της λευτεριάς. Οι σημαίες ξεδιπλώθηκαν ξανά στον παγωμένο αγέρα και εκείνα τα Χριστούγεννα έμειναν αλησμόνητα, πληγή αγαπημένη, θύμηση πικρή μα και λυτρωτική. Τα πρόσωπα τα φώτιζε η Νίκη. Τα ίδια εκείνα πρόσωπα που λίγους μήνες μετά, όταν η άνανδρη επίθεση των Ούννων, των νέων Γότθων του Βορρά, υποχρέωνε σε υποχώρηση τους Νικημένους Νικητές, δακρυσμένα ψιθύριζαν:
- Να μας ξανάρθετε, να μας ξανάρθετε.
Με τη νέα κατοχή οι Χιμαριώτες ούτε τότε συμβιβάστηκαν. Όπως σ’ όλη την Ελλάδα, έγραψαν λαμπρές σελίδες Εθνικής Αντίστασης. Με πρωτοπόρους τους αγωνιστές του Μετώπου Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου, του θρυλικού ΜΑΒΗ πού ίδρυσε μαζί με τους Βασίλη Σαχίνη, Ηλία Κώνστα, Γιώργο Τάσο και Σπύρο Ντάσιο, ο Χιμαριώτης εισαγγελέας Αναστάσιος Κοκκαβέσης. Οι ιερές μορφές τους, από τα Νησιά των Μακάρων, φωτίζουν, ορίζουν και καθοδηγούν τους αγώνες κάθε πατριώτη.
Σε μια ιστορική συνέλευση των χωριών της η Χιμάρα κηρύσσεται Αυτόνομη με 6μελή Κυβέρνηση. Η ένοπλη δύναμή της κατέστησε τη Χιμάρα αληθινή Ελεύθερη Ορεινή Ελλάδα του Βορρά, με ηγέτες το Γιώργη Μπολάνο, το Μήλιο Μερκούρη και το Γεράσιμο Ντούνη.
Λυσσούν οι ναζί κατακτητές κι οι συνεργάτες τους Μπαλίστες. Λυσσούν οι κομμουνιστές της αλβανικής Παρτία. Κι αρχίζουν την άνανδρη δράση τους. Στις 17 Νοέμβρη του ’43, δολοφονείται ο αρχηγός Βασίλης Σαχίνης, στις 3 Δεκέμβρη ο ηγέτης της Χιμάρας Γιώργης Μπολάνος. Κι ακολουθούν μάρτυρες της Αντίστασης, ο Στέφος Γκικόπουλος, ο Κόλιας Κιτσούλης, ο Μίλιος Σπυρομήλιος και τόσοι άλλοι. Φθάνει η πολυπόθητη στιγμή της Νίκης. Μα τότε θα αποδειχθεί η ανεπάρκεια -όλων δυστυχώς- των ελλαδικών οργανώσεων και κυρίως η επαίσχυντη ανηθικότητα των Συμμάχων που έριξαν την Πατρίδα στη δίνη του αδελφοκτόνου σπαραγμού.
Η αντίδραση των Χιμαριωτών στο ψευτο-δημοψήφισμα του Εμβέρ Χότζια το 1945 σφράγισε μιαν ολόκληρη εποχή αγώνων. Στα σαράντα πέντε χρόνια σταλινικής τυραννίας που ακολούθησαν, με μόχθο, κόπο, αίμα κι ιδρώτα η ελληνική ψυχή δεν εκάμφθη. Ώσπου ήρθε η άνοιξη του 1990, η μέθη της ελευθερίας. Μα οι αυταπάτες δεν κράτησαν πολύ. Η διαφθορά του κοσμοπολιτισμού και του δυτικισμού από την μια και το αμετανόητα ολοκληρωτικό καθεστώς των Τιράνων συνιστούν σήμερα έναν κίνδυνο άμεσο και υπαρκτό.