Σκάβοντας για το (Αλβανικό) έθνος

Το ότι συχνότατα η πολιτική σκοπιμότητα καθοδηγεί την αρχαιολογική σκαπάνη είναι γνωστό. Εχει ασχοληθεί μέχρι και το Χόλιγουντ. Βέβαια, ούτε ο Ιντιάνα Τζόουνς ούτε η Λάρα Κροφτ θα μπορούσαν να ξεμπερδέψουν το κουβάρι της διαπλοκής αρχαιολογίας και πολιτικής που ξετυλίχθηκε προκειμένου να συγκροτηθεί το εθνικό κράτος της Αλβανίας.
Το καταφέρνει, ωστόσο, ένας υπαρκτός «αρχαιολόγος της δράσης», ο Ακης Τσώνος. Είναι το θέμα του βιβλίου του «Σκάβοντας στην Αλβανία, Ιστορία και ιδεολογία των αρχαιολογικών ερευνών κατά το 19ο και 20ό αι.», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ισνάφι».
Ο Α. Τσώνος πραγματεύεται το άγνωστο εν πολλοίς κομμάτι της ανασκαφικής ιστορίας και φωτίζει το γεωπολιτικό παιχνίδι στο οποίο συμμετείχε η αρχαιολογία. «Η εκάστοτε πολιτική εξουσία χρειάζεται και αναζητά ερείσματα για να στηρίξει τις πολιτικές επιλογές της και να δημιουργήσει στο μεγάλο μέρος του λαού την αίσθηση ότι είναι αναγκαία και απαραίτητη για τη βελτίωση της πορείας του τόπου, ώστε να διατηρήσει τα κεκτημένα της», εξηγεί στο «7» ο συγγραφέας.
«Ο έλεγχος της ερμηνείας των δεδομένων προς την κατεύθυνση που κάθε εξουσία επιθυμεί δεν έλειψε ποτέ από την αρχαιολογία και ταλανίζει ακόμα και σήμερα πολλά μέρη της Γης, ανάμεσα στα οποία και τα γειτονικά μας Βαλκάνια».
Ως ιδρυτικό μέλος του ΙΔΙΠΟΣ (Ινστιτούτο Διαβαλκανικής Πολιτισμικής Συνεργασίας) ο Α. Τσώνος έχει ερευνήσει επί πολλά χρόνια το «έδαφος» της Αλβανίας.
Η ιστορία που μας διηγείται στο βιβλίο του έχει αρκετή πλοκή: Οι πρώτες, ερασιτεχνικές αρχαιολογικές επισκέψεις στην Αλβανία έγιναν στην περίοδο της Αναγέννησης. Η κυρίως ιστορία, όμως, άρχισε τον 19ο αι., όταν έγινε φανερό ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε. Οι Μεγάλες Δυνάμεις άρχισαν να ορέγονται τη Βαλκανική. Για να επιτευχθεί, όμως, η επιθυμητή επιρροή έπρεπε να οικειοποιηθούν το παρελθόν μέσω των ανασκαφών. Μιλάμε για την εποχή των μεγάλων ρομαντικών, των μεγάλων επαναστάσεων, και του εθνικισμού, στον οποίο στηρίχθηκαν οι διεκδικήσεις συγκρότησης εθνικών κρατών, στις οποίες όφειλε να προσχωρήσει και η Αλβανία.
Εδώ υπήρχε μια ιδιαίτερη δυσκολία: Πού θα στηριζόταν η εθνική ιδέα, όταν η κοινωνία ήταν ένα μωσαϊκό διαφορετικών φυλών, θρησκευτικών δογμάτων, γλωσσών και διαλέκτων;
Ο Α. Τσώνος αναφέρει ότι ακόμη και μέσα στην ίδια οικογένεια υπήρχαν άτομα που μιλούσαν διαφορετική διάλεκτο ή γλώσσα! Επιπλέον, δεν υπήρχε αστική τάξη που θα γινόταν φορέας των επαναστατικών διεκδικήσεων. «Επομένως», εξηγεί ο συγγραφέας, «σε μεγάλο βαθμό θα έπρεπε να εφευρεθεί η ραχοκοκαλιά αυτής της ιδέας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από τους αρχαίους Ιλλυριούς που έζησαν στα εδάφη της Αλβανίας και των οποίων "φυσικά" απόγονοι ήταν οι σύγχρονοι κάτοικοι».
Αρχίζουν, λοιπόν, οι ανασκαφές. «Η πλειονότητά τους κυριαρχούνταν από τον επικεφαλής τους, ο οποίος και όριζε τα επιστημονικά κριτήρια. Αν ενδιαφερόταν για μία πλήρη και οργανωμένη επιστημονικά ανασκαφή ήταν στο χέρι του να το καταφέρει, όπως συνέβη στην περίπτωση της έρευνας στην Απολλωνία από τους Γάλλους κατά το Μεσοπόλεμο. Αντίθετα, η μεγαλομανία, η κρυψίνοια, η εσωστρέφεια και η ιδεολογική διασύνδεση της προσωπικότητας του επικεφαλής της ιταλικής αποστολής στο Βουθρωτό με τον ιταλικό φασισμό και η φημολογούμενη σχέση του με τον Μουσολίνι, θέτουν σε αμφισβήτηση τις ερευνητικές του επιλογές».
Το βιβλίο παρακολουθεί λεπτομερώς το «σκάψιμο» της Αλβανίας μέχρι και τις μέρες μας. Πότε άραγε διαπιστώθηκε ο ασφυκτικότερος έλεγχος στην έρευνα;
Ο συγγραφέας διακρίνει σαφώς την περίοδο του μεταπολεμικού καθεστώτος. Η πίεση για την τόνωση του εθνικού αισθήματος ήταν τότε ιδιαιτερα ασφυκτική. Αυξήθηκαν μεν οι ανασκαφές, κατευθύνονταν όμως σε συγκεκριμένες περιόδους, όπως των προϊστορικών θέσεων, των αρχαίων Ιλλυριών αλλά και του Μεσαίωνα.
Σε γενικές γραμμές η ιστορία της σκαπάνης στη γείτονα, όπως άλλωστε και στις περισσότερες περιπτώσεις, αποδεικνύει ότι υπερτονίστηκαν εποχές και αγνοήθηκαν άλλες, π.χ. η βυζαντινή. Η περίοδος κατά την οποία το μεγαλύτερο τμήμα των Βαλκανίων αποτελούσε κομμάτι μεγάλων πολυεθνικών αυτοκρατοριών με χαλαρή εθνική συνείδηση αγνοήθηκε σκοπίμως, υποστηρίζει ο συγγραφέας. Η εθνική ιδέα κινδύνευε από την εξαιρετική πολιτιστική ποικιλία που αναπτύχθηκε σε αυτό το μωσαϊκό φυλών, θρησκειών και γλωσσών που ήταν τα Βαλκάνια.
Μπορούμε να ελπίζουμε σε επιστημονικά αντικειμενική ερμηνεία των αρχαιολογικών ευρημάτων σήμερα, που η αρχαιολογία αυτονομήθηκε ως επιστήμη; «Δεν ξέρω αν είναι εφικτή η αντικειμενικότητα αλλά ξέρω ότι είναι εφικτή η υπεύθυνη και ειλικρινής δουλειά, η οποία φαίνεται και ως προς τα συμπεράσματα», απαντά ο Α. Τσώνος. «Οταν κοιτάς τα ευρήματά σου και ξέρεις τι σου λένε, δεν μπορεί να υποκρίνεσαι ότι βλέπεις κάτι άλλο».
Της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΙΟΥ
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=62350
Το καταφέρνει, ωστόσο, ένας υπαρκτός «αρχαιολόγος της δράσης», ο Ακης Τσώνος. Είναι το θέμα του βιβλίου του «Σκάβοντας στην Αλβανία, Ιστορία και ιδεολογία των αρχαιολογικών ερευνών κατά το 19ο και 20ό αι.», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ισνάφι».
Ο Α. Τσώνος πραγματεύεται το άγνωστο εν πολλοίς κομμάτι της ανασκαφικής ιστορίας και φωτίζει το γεωπολιτικό παιχνίδι στο οποίο συμμετείχε η αρχαιολογία. «Η εκάστοτε πολιτική εξουσία χρειάζεται και αναζητά ερείσματα για να στηρίξει τις πολιτικές επιλογές της και να δημιουργήσει στο μεγάλο μέρος του λαού την αίσθηση ότι είναι αναγκαία και απαραίτητη για τη βελτίωση της πορείας του τόπου, ώστε να διατηρήσει τα κεκτημένα της», εξηγεί στο «7» ο συγγραφέας.
«Ο έλεγχος της ερμηνείας των δεδομένων προς την κατεύθυνση που κάθε εξουσία επιθυμεί δεν έλειψε ποτέ από την αρχαιολογία και ταλανίζει ακόμα και σήμερα πολλά μέρη της Γης, ανάμεσα στα οποία και τα γειτονικά μας Βαλκάνια».
Ως ιδρυτικό μέλος του ΙΔΙΠΟΣ (Ινστιτούτο Διαβαλκανικής Πολιτισμικής Συνεργασίας) ο Α. Τσώνος έχει ερευνήσει επί πολλά χρόνια το «έδαφος» της Αλβανίας.
Η ιστορία που μας διηγείται στο βιβλίο του έχει αρκετή πλοκή: Οι πρώτες, ερασιτεχνικές αρχαιολογικές επισκέψεις στην Αλβανία έγιναν στην περίοδο της Αναγέννησης. Η κυρίως ιστορία, όμως, άρχισε τον 19ο αι., όταν έγινε φανερό ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε. Οι Μεγάλες Δυνάμεις άρχισαν να ορέγονται τη Βαλκανική. Για να επιτευχθεί, όμως, η επιθυμητή επιρροή έπρεπε να οικειοποιηθούν το παρελθόν μέσω των ανασκαφών. Μιλάμε για την εποχή των μεγάλων ρομαντικών, των μεγάλων επαναστάσεων, και του εθνικισμού, στον οποίο στηρίχθηκαν οι διεκδικήσεις συγκρότησης εθνικών κρατών, στις οποίες όφειλε να προσχωρήσει και η Αλβανία.
Εδώ υπήρχε μια ιδιαίτερη δυσκολία: Πού θα στηριζόταν η εθνική ιδέα, όταν η κοινωνία ήταν ένα μωσαϊκό διαφορετικών φυλών, θρησκευτικών δογμάτων, γλωσσών και διαλέκτων;
Ο Α. Τσώνος αναφέρει ότι ακόμη και μέσα στην ίδια οικογένεια υπήρχαν άτομα που μιλούσαν διαφορετική διάλεκτο ή γλώσσα! Επιπλέον, δεν υπήρχε αστική τάξη που θα γινόταν φορέας των επαναστατικών διεκδικήσεων. «Επομένως», εξηγεί ο συγγραφέας, «σε μεγάλο βαθμό θα έπρεπε να εφευρεθεί η ραχοκοκαλιά αυτής της ιδέας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από τους αρχαίους Ιλλυριούς που έζησαν στα εδάφη της Αλβανίας και των οποίων "φυσικά" απόγονοι ήταν οι σύγχρονοι κάτοικοι».
Αρχίζουν, λοιπόν, οι ανασκαφές. «Η πλειονότητά τους κυριαρχούνταν από τον επικεφαλής τους, ο οποίος και όριζε τα επιστημονικά κριτήρια. Αν ενδιαφερόταν για μία πλήρη και οργανωμένη επιστημονικά ανασκαφή ήταν στο χέρι του να το καταφέρει, όπως συνέβη στην περίπτωση της έρευνας στην Απολλωνία από τους Γάλλους κατά το Μεσοπόλεμο. Αντίθετα, η μεγαλομανία, η κρυψίνοια, η εσωστρέφεια και η ιδεολογική διασύνδεση της προσωπικότητας του επικεφαλής της ιταλικής αποστολής στο Βουθρωτό με τον ιταλικό φασισμό και η φημολογούμενη σχέση του με τον Μουσολίνι, θέτουν σε αμφισβήτηση τις ερευνητικές του επιλογές».
Το βιβλίο παρακολουθεί λεπτομερώς το «σκάψιμο» της Αλβανίας μέχρι και τις μέρες μας. Πότε άραγε διαπιστώθηκε ο ασφυκτικότερος έλεγχος στην έρευνα;
Ο συγγραφέας διακρίνει σαφώς την περίοδο του μεταπολεμικού καθεστώτος. Η πίεση για την τόνωση του εθνικού αισθήματος ήταν τότε ιδιαιτερα ασφυκτική. Αυξήθηκαν μεν οι ανασκαφές, κατευθύνονταν όμως σε συγκεκριμένες περιόδους, όπως των προϊστορικών θέσεων, των αρχαίων Ιλλυριών αλλά και του Μεσαίωνα.
Σε γενικές γραμμές η ιστορία της σκαπάνης στη γείτονα, όπως άλλωστε και στις περισσότερες περιπτώσεις, αποδεικνύει ότι υπερτονίστηκαν εποχές και αγνοήθηκαν άλλες, π.χ. η βυζαντινή. Η περίοδος κατά την οποία το μεγαλύτερο τμήμα των Βαλκανίων αποτελούσε κομμάτι μεγάλων πολυεθνικών αυτοκρατοριών με χαλαρή εθνική συνείδηση αγνοήθηκε σκοπίμως, υποστηρίζει ο συγγραφέας. Η εθνική ιδέα κινδύνευε από την εξαιρετική πολιτιστική ποικιλία που αναπτύχθηκε σε αυτό το μωσαϊκό φυλών, θρησκειών και γλωσσών που ήταν τα Βαλκάνια.
Μπορούμε να ελπίζουμε σε επιστημονικά αντικειμενική ερμηνεία των αρχαιολογικών ευρημάτων σήμερα, που η αρχαιολογία αυτονομήθηκε ως επιστήμη; «Δεν ξέρω αν είναι εφικτή η αντικειμενικότητα αλλά ξέρω ότι είναι εφικτή η υπεύθυνη και ειλικρινής δουλειά, η οποία φαίνεται και ως προς τα συμπεράσματα», απαντά ο Α. Τσώνος. «Οταν κοιτάς τα ευρήματά σου και ξέρεις τι σου λένε, δεν μπορεί να υποκρίνεσαι ότι βλέπεις κάτι άλλο».
Της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΙΟΥ
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=62350